Ιδού και η ελληνική μετάφραση
Η πρώην σύζυγος πρωθυπουργού λέει ότι έχει δύο επιλογές : ή να αγνοήσει τους ισχυρισμούς ή να προχωρήσει σε μηνύσεις. «Επιλέγω το δεύτερο»
Πριν από ένα μήνα καθώς σηκωνόμουν από το κρεβάτι μου χτύπησε το κινητό μου. Η φωνή στο κινητό μου είπε : «Μαργαρίτα, το «Βήμα» και το «Πρώτο Θέμα» δημοσιεύουν άρθρα για σένα . Τα είδες;»
Εδώ και καιρό δεν διαβάζω εφημερίδες και δεν βλέπω ειδήσεις στην τηλεόραση γιατί λένε ψέματα και σπέρνουν το μίσος, το φόβο και την ανησυχία. I don’t want this rage and bleakness in my heart. I know we are better than that.
Η φωνή στο τηλέφωνο με πληροφόρησε ότι υποτίθεται, πως έχω κατάθεση 550 εκ. δολαρίων στην Ελβετία. «Αστειεύεσαι βέβαια» φώναξα.
«Είσαι στη λίστα Λαγκάρντ» συνέχισε η φωνή στο τηλέφωνο. Η Κριστίν Λαγκάρντ είναι γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και πρώην Υπουργός Οικονομίας της Γαλλίας. Η λίστα αποκάλυπτε λογαριασμούς ελλήνων φοροφυγάδων στο εξωτερικό, και παραδόθηκε στις αρμόδιες υπηρεσίες της κυβέρνησης «για ξέπλυμα μαύρου χρήματος», για περαιτέρω διερεύνηση. Από αυτές τις υπηρεσίες, οι πληροφορίες των οποίων βασίζονται σε καθαρά κουτσομπολιά, διέρρευσε το όνομά μου στις εφημερίδες . « Και μη χειρότερα!» φώναξα. «Άλλο ένα ψέμα»!
Έχω σταματήσει να διαβάζω ελληνικές εφημερίδες και να βλέπω ειδήσεις στην ελληνική τηλεόραση γιατί λένε ψέματα και σπέρνουν το μίσος, το φόβο και την ανησυχία.
Στη ζωή μου έχουν συμβεί πολλά απρόβλεπτα γεγονότα, που θα μπορούσαν να με γράψουν στο βιβλίο Γκίνες. Υπήρξα νύφη πρωθυπουργού, σύζυγος πρωθυπουργού και μητέρα πρωθυπουργού. Το όνομα μου είναι Μαργαρίτα Παπανδρέου. Το πατρικό μου όνομά ήταν Μαργαρίτα Τσάντ, παιδί μιας οικογένειας από την εργατική τάξη της πόλης Έλμχερστ του Ιλλινόϊς.
Ίσως δεν είναι και τόσο παράξενο για μια αμερικανίδα να γίνει πρώτη κυρία της Ελλάδας. Συνδέεται με την ιδέα του αμερικάνικου ονείρου – με το μύθο του φτωχού που γίνεται πλούσιος. Ωστόσο, ποτέ μου δεν ονειρεύτηκα τα πλούτη που μου αποδίδουν σήμερα.
Με έχουν περιγράψει όμως, σαν άτομο με μεγάλες φιλοδοξίες. Σε ένα ταξίδι που έκανα στην πόλη καταγωγής μου, όταν ήμουν πρώτη κυρία, έδωσα μια συνέντευξη σ’ έναν νεαρό δημοσιογράφο από την εφημερίδα Chicago Tribune (Tο βήμα του Σικάγου). Η ιδέα ότι «..ένα μικρο κορίτσι από τη μικρή μας πόλη τα κατάφερε στη ζωή της..» ήταν μια καλή ιστορία για δημοσίευση.
Η πρώτη ερώτηση που μου έκανε ήταν η εξής «..σαν μικρό κορίτσι, που έτρεχε στιςπεδιάδες του Ιλλινόϊς, φανταζ
όσασταν ποτέ ότι θα γινόσασταν σύζυγος πρωθυπουργού στην Ελλάδα ;..» Σ’ αυτή την ηλικία δεν γνώριζα καν την ύπαρξη της Ελλάδας και δεν ονειρευόμουν να παντρευτώ κανέναν. Έτσι, απάντησα αστειευόμενη, με σοβαροφανές όμως ύφος «No…ονειρευόμουν να γίνω ΕΓΩ πρωθυπουργός της Ελλάδας…».
Οι ελληνικές εφημερίδες επέλεξαν να δημοσιεύσουν ακριβώς αυτή την «αποκάλυψη» και γρήγορα κατηγορήθηκα για ακόρεστες φιλοδοξίες και για το ότι παρότρυνα τις ελληνίδες να απαρνηθούν την πολιτιστική τους κληρονομιά και ταυτότητα ( το τελευταίο είχε να κάνει με την ίδρυση μιας φεμινιστικής οργάνωσης βάσης). Και ζητούσαν από τον πρωθυπουργό να μου βάλει « σφιχτό χαλινάρι». Ήταν ένα καλό μάθημα για τη καλή ή τη κακή χρήση του χιούμορ στη δημόσια ζωή. Ή τουλάχιστον του δικού μου χιούμορ.
Λίγο μετά το τηλεφώνημα από την φίλη μου, είχα στα χέρια μου τον κυριακάτικο τύπο. Νάτο το άρθρο μαζί με μια ωραία φωτογραφία μου, «..η μητέρα του Γιώργου Παπανδρέου είναι στη λίστα Λαγκάρντ..» . Ο δεύτερος τίτλος δίπλα στη φωτογραφία μου, με παρουσίαζε ως «.. δικαιούχο 550 εκατ. δολαρίων..». Εδώ και κάποιο καιρό, μέλη της οικογένειας Παπανδρέου είχαν γίνει στόχος και κατηγορούνταν ότι εκμεταλλεύονταν προς όφελός τους την οικονομική κρίση στην Ελλάδα. Κύριος στόχος, ο γιός μου Γιώργος Παπανδρέου, ο οποίος ως αρχηγός της κυβέρνησης πήρε δάνειο από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Μια κρίσιμη κίνηση που απέτρεψε την άτακτη χρεοκοπία της Χώρας. Είχε επίσης ξεκινήσει τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονταν για να βγούμε από την κρίση. Μία από αυτές ήταν και το άνοιγμα λογαριασμών στο εξωτερικό. Πάνω από 54,000 βρέθηκαν με περισσότερα χρήματα από όσα μπορούσαν να δικαιολογήσουν. Και αντί να χειροκροτηθεί , κατακρίθηκε.
Καθώς η ζωή χειροτερεύει, οι δουλειές χάνονται, οι μισθοί και οι συντάξεις μειώνονται, έπρεπε να βρεθεί ένας μπαμπούλας, ένας αποδιοπομπαίος τράγος ή στην συγκεκριμένη περίπτωση μια ολόκληρη οικογένεια.
Λογικό ; Όχι. Αλλά ένας πληγωμένος λαός, άστεγος και πεινασμένος, δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει τη λογική για να εξηγήσει τη κατάσταση. Και οι εφημερίδες αρέσκονται στο να εντείνουν μια τέτοια ατμόσφαιρα.
Μέχρι σήμερα το όνομα μου δεν είχε δεχθεί επίθεση. Τώρα όμως, όπως φαίνεται, ήρθε η σειρά μου.
Προσπάθησα να σκεφτώ τι να κάνω. Ποια θα έπρεπε να είναι η αντίδρασή μου σε μια τέτοια αναληθή κατηγορία. Μετά άρχισα να σκέπτομαι, ίσως να ονειρεύομαι, τι θα έκανα για την Ελλάδα αν είχα όλα αυτά τα χρήματα; Πριν εξετάσω τις επιλογές μου , επίθεση ή εκδίκηση, άφησα τη σκέψη μου να περιπλανηθεί σε άλλες, διάφορες επιλογές.
Είμαι οικονομολόγος «εξ αγχιστείας». Ο σύζυγός μου, ο Ανδρέας, ήταν Πρύτανης του Τμήματος Οικονομικών Σπουδών του Πανεπιστήμιου του Μπέρκλεϋ στη Καλιφόρνια. Επί πλέον συνέβαλε στο να αναπτυχθεί σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστημιακά τμήματα οικονομικών επιστημών, εφάμιλλο με αυτό του Χάρβαρντ. Ο ίδιος συγκαταλεγόταν στην ομάδα των κορυφαίων αμερικανών οικονομολόγων μαζί με τους Γκαλμπρέϊθ, Σάμουελσον, Κέϋσεν, Τόμπιν και άλλους.
Kάτι λοιπόν έχει μεταδοθεί και σε μένα. Ωστόσο παραμένω ένας ερασιτέχνης που δυσκολεύεται να συνδέσει όλα τα κομμάτια και να κατανοήσει λέξεις όπως … οικονομικά τοξικά παράγωγα, δημοσιονομικός γκρεμός, ρόμπο - υπογραφή, επεκτεινόμενη δημοσιονομική διεύρυνση, λιτότητα..A! την τελευταία τη ξέρω, τη βιώνουμε όλοι σήμερα. Παλιά, η λέξη αυτή μου άρεσε. Τότε που πίστευα ότι σήμαινε αυτοσυγκράτηση, απλότητα, αυτοπειθαρχία. Σαν παιδί που ήμουν, ταίριαζε με την φιλοσοφία που αναπτυσσόταν μέσα μου. Προέρχεται από τη λέξη «λιτός» και τα συνώνυμά της περιγράφουν την κατάσταση που βιώνουν οι πολίτες σήμερα : σκληρότητα, αδιαλλαξία, κατήφεια, αυστηρή τιμωρία.. Ακριβώς, αυτό το τελευταίο είναι. Μας τιμωρούν. Όχι για κάτι που κάναμε – παρόλο που είμαστε κι’ εμείς μέρος του προβλήματος – αλλά για ένα σύστημα, το καπιταλιστικό σύστημα που έχει ξεφύγει. Η μήπως με τον τρόπο αυτό εξυπηρετείται ο στόχος του, που είναι η εκμετάλλευση των πολλών προς όφελος των λίγων πλουσίων, που βρίσκονται στην κορυφή; Η Ελλάδα εξαναγκάστηκε ν’ ακολουθήσει αυτό το δρόμο
από την ΕΕ, η οποία υποτίθεται ότι προστατεύει τα μέλη της.
Δεν πρόκειται να αναλύσω όλους αυτούς τους όρους. Κάτι τέτοιο το αφήνω στους ειδικούς. Αυτό όμως που ξέρω είναι ότι ο δρόμος της λιτότητας δεν οδηγεί πουθενά. Κι’ αυτό που έχει κυρίαρχη σημασία για μένα, είναι ότι δεν μπορείς να ζητάς από μια Χώρα να ξεπληρώσει το χρέος της περνώντας της το σχοινί στο λαιμό. Ας πούμε, για παράδειγμα, ότι ένας διαζευγμένος πατέρας δεν πληρώνει τη διατροφή του παιδιού του. Τον βάζεις στη φυλακή και δεν το αφήνεις ελεύθερο μέχρι να πληρώσει. Έτσι όμως, τον αποκόπτεις από τη δουλειά του και από την πηγή του εισοδήματός του. Έχει κανένα νόημα αυτό ; Σε συνθήκες λιτότητας, κάθε μαγαζί που αναγκάζεται να κλείσει προσθέτει τους υπαλλήλους του στις ουρές των συσσιτίων. Κάθε καινούργιος φόρος παίρνει το φαγητό από το στόμα του μωρού. Και τα περισσότερα χρήματα απ’ αυτούς τους φόρους προέρχονται από την κατώτερη και τη μεσαία τάξη.
Τώρα είμαι η Μαργαρίτα Τσάντ, η δεκαπεντάχρονη μαθήτρια που δούλευε σερβιτόρα μετά το σχολείο, το κορίτσι στη καφετέρια της Ένωσης Φοιτητών του Πανεπιστημίου της Μινεσότα , η εργάτρια στο εργοστάσιο αεροσκαφών Ντάγκλας στη διάρκεια του πολέμου. Και φωνάζω μαζί με τους συμπολίτες μου : ΓΙΑΤΙ ΕΜΕΙΣ ;
Κάθε νέος φόρος, παίρνει το φαγητό από το στόμα του μωρού. Και το μεγαλύτερο ποσοστό φόρων προέρχεται από την κατώτερη και τη μεσαία τάξη.
Και για να ξαναγυρίσω πίσω στις φαντασιώσεις μου, τα λεφτά που υποτίθεται ότι είναι στο όνομά μου θα τα επένδυα στην ανάπτυξη, στο μέλλον της Χώρας. Θα πρότεινα ένα εθνικό αναπτυξιακό πρόγραμμα που θα βασιζόταν στους φυσικούς και ανθρώπινους πόρους της Χώρας μας. Θα είχε όραμα. Όπως για παράδειγμα να γίνει η Χώρα μας ένα παγκόσμιο κέντρο υγείας.
Αντί να παίρνουμε ξένο χρήμα για να ξεπληρώσουμε το χρέος μας, να το ξεπληρώσουμε όταν δραστηριοποιηθεί και πάλι η οικονομία μας. Και θα ήμουν αυστηρή σε θέματα μεταρρυθμίσεων και αναγκαίων αλλαγών στους θεσμούς μας. Θα απαιτούσα έναν εθνικό λογιστικό έλεγχο για να μάθω ποιοι και που πραγματικά έχουν οι άνθρωποι τα πολλά λεφτά.
Σε ό,τι με αφορά σχετικά με τις κατηγορίες εναντίον μου, έχω δύο επιλογές. Θα μπορούσα να διατρέξω τα βουνά, τις πεδιάδες και τις θάλασσες αυτής της όμορφης χώρας, με τους ζεστούς, καλόκαρδους κατοίκους της, τραγουδώντας ένα παλιό τραγούδι της δεκαετίας του 1950, από τη χώρα καταγωγής μου, που λέει «Κάνε τον κόσμο να μ’ αφήσει ήσυχη» (ξεφορτωθείτε με). Αλλά τα 89 μου χρόνια κι’ ένα σοβαρό πέσιμο πριν από μερικά χρόνια μου έχουν στερήσει τη δυνατότητα του τρεξίματος. Ή να εγείρω αγωγή για συκοφαντική δυσφήμηση εναντίον αυτών που κατασκεύασαν αυτή την τερατώδη ιστορία.
Επιλέγω το δεύτερο.
Η Μαργαρίτα Παπανδρέου διετέλεσε πρώτη κυρία της Ελλάδας, έχει γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Εφιάλτης στην Αθήνα» σχετικά με την Δικτατορία στην Ελλάδα (1967 – 1974). Τώρα γράφει τα απομνημονεύματα της. Με αυτό το άρθρο της στο EnetEnglish , έδωσε την προσωπική της διάσταση σε ο,τι την αφορά.
Αυτό το άρθρο αναδεικνύει μια γυναίκα με βαθύ δημοκρατικό συναίσθημα μια ΚΥΡΊΑ που στα 89της χρόνια πολοι χαμαιλέοντες της πολιτικής και της δημοσιογραφίας θα ήθελαν να έχουνε την διαύγεια του πνευματοςτης αλλά και την αξιοπρεπειατης .
ΑπάντησηΔιαγραφή