Ο Γιώργος Παπανδρέου είχε συνάντηση το απόγευμα με τον Πρωθυπουργό της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ενώ στη συνέχεια μίλησε στην Ετήσια Συνέλευση του Global Relations Forum, όπου παρίστανται και οικονομικοί παράγοντες της γειτονικής χώρας.
Η συνάντηση με τον Ερντογαν πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Τούρκου Πρωθυπουργού στις 5:30 μμ, στο γραφείο του, στην Κωνσταντινούπολη και διήρκεσε μια ώρα και ένα τέταρτο.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης αντάλλαξαν απόψεις για τις εξελίξεις, διεθνώς και στην ευρύτερη περιοχή μας, με έμφαση στην Συρία, τη Μέση Ανατολή, την Αφρική και ειδικότερα το Μάλι. Ιδιαίτερη αναφορά έκαναν στις εξελίξεις στην ΕΕ και στην Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας.
Επίσης, συζήτησαν για τις εξελίξεις στις δύο χώρες, την προετοιμασία της συνεδρίασης του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών, που θα γίνει στην Τουρκία αυτή τη φορά -η πρώτη συνεδρίαση είχε πραγματοποιηθεί τον Μάϊο του 2010, στην Αθήνα- όπως και τις δυνατότητες οικονομικής συνεργασίας σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος.
Υα κύρια σημεία της ομιλίας του πρώην πρωθυπουργού στην Ετήσια Συνέλευση του Global Relations Forum ήταν τα εξής:
Για την πολιτική και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις:
Στην πολιτική, οι άνθρωποι συχνά επιλέγουν τον “ασφαλή” δρόμο. Να μην πάρουν κανένα ρίσκο, γιατί είναι εύκολο να κρυφτείς πίσω από την κρατούσα ρητορική, την συμβατική αφήγηση. Όταν έγινα Υπουργός Εξωτερικών, η συμβατική αφήγηση ήταν ότι δεν υπήρχε καμία ελπίδα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ότι ήταν η μοίρα μας να είμαστε εχθροί και υπήρχαν και πολύ σοβαροί λόγοι για αυτό. Αλλά αποφάσισα να μην ακολουθήσω το συμβατικό δρόμο – γιατί πίστευα βαθειά ότι υπήρχε άλλος δρόμος. Γιατί πίστευα ότι όταν σου δίνεται η ευκαιρία να ηγηθείς από μία θέση ευθύνης, δεν πρέπει να την χαραμίσεις. Δεν πρέπει να κρυφτείς πίσω από το πρόβλημα – αλλά να το λύσεις. Και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν το πρόβλημα. Πίστευα ότι έπρεπε να προσπαθήσουμε να βρούμε κοινό έδαφος, κοινά συμφέροντα. Πίστευα ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε μία κατάσταση επωφελή και για τους δύο, αντί για ένα παιχνίδι «μηδενικού αθροίσματος» με νικητές και ηττημένους. Πήρα το ρίσκο. Και ήμουνα τυχερός που βρήκα ένα χέρι βοηθείας και κατανόησης από την άλλη πλευρά, τον Ismael Cem, με τον οποίο γίναμε πραγματικοί φίλοι.
Για την ελληνική κρίση:
Η Τουρκία πέρασε μία περίοδο πολύ δραστικών μεταρρυθμίσεων στην οικονομία της. Η Ελλάδα χρειαζόταν και αυτή πολύ δραστικές αλλαγές στην οικονομία της, στο αναπτυξιακό της μοντέλο, στην λειτουργία του κράτους. Ως Πρωθυπουργός αποφάσισα να ξεκινήσω αυτές τις αλλαγές. Πήρα το ρίσκο να αντιπαρατεθώ με τα κατεστημένα συμφέροντα. Αλλά την ίδια στιγμή, η Ε.Ε. και οι αγορές ζητούσαν δραστικά μέτρα λιτότητας. Μεταξύ λιτότητας και μεταρρυθμίσεων, χρειάστηκε να χρησιμοποιήσω πολύτιμο μέρος από το πολιτικό μου κεφάλαιο για να μην καταρρεύσει η χώρα μου. Και παρά τον πόνο που προκάλεσε και προκαλεί η λιτότητα, σταθήκαμε όρθιοι ως χώρα και προχωράμε.
Για την αντιμετώπιση της κρίσης από την Ε.Ε.:
Ουσιαστικά, πρόκειται για μία κρίση στα θεμέλια της Ευρωζώνης. Έχουμε την μεγαλύτερη οικονομική μηχανή στον κόσμο, αλλά δεν μπορούμε να την πάμε μπροστά γιατί οι θεσμοί της είναι αδύναμοι. Ο δρόμος για να πάμε μπροστά είναι ξεκάθαρος: Χρειαζόμαστε πλήρη δημοσιονομική ένωση. Χρειαζόμαστε τραπεζική ένωση για να ελέγχουμε τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και να αποκαταστήσουμε την αξιοπιστία τους. Χρειαζόμαστε κοινές κοινωνικές πολιτικές για την καταπολέμηση της ανεργίας. Χρειαζόμαστε επενδύσεις στις μεταφορές, στην ενέργεια και τις τηλεπικοινωνίες για να κάνουμε τις οικονομίες μας πιο ανταγωνιστικές. Χρειαζόμαστε ευρωομόλογα για προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων. Χρειαζόμαστε δημοσιονομική υπευθυνότητα – αλλά η επιμονή μόνο στη λιτότητα, χωρίς ένα πραγματικό αναπτυξιακό σχέδιο, δεν θα βάλει μπροστά τις οικονομίες μας, ούτε θα αποκαταστήσει την αξιοπιστία μας στις διεθνείς αγορές. Χρειαζόμαστε μια δημοκρατική Ευρώπη.
Για τις ευρωτουρκικές σχέσεις:
Πιστεύω ότι είναι προς το συμφέρον της Τουρκίας, και αυτά είναι τα προαπαιτούμενα για την Ε.Ε., να συνεχίσει ακόμη περισσότερο στο δρόμο της βαθύτερης δημοκρατικοποίησης, να δείχνει σεβασμό στα ανθρώπινα, θρησκευτικά δικαιώματα όπως και στα δικαιώματα των μειονοτήτων, να δουλέψει για μια δίκαιη λύση στη Κύπρο και φυσικά να επιμείνει στην πρόοδο των ελληνοτουρικικών σχέσεων. Αυτά θα προσδέσουν για τα καλά την Τουρκία στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Η ίδια ιδέα που επέτρεψε την ελληνοτουρκική προσέγγιση είναι αυτή που έδεσε την Ευρώπη σαν ένα σύνολο. Είναι η αναγνώριση ότι είμαστε, όλοι, πιο ισχυροί ως φίλοι, παρά ως εχθροί. Ότι είμαστε, όλοι, πιο παραγωγικοί ως εταίροι, παρά ως ανταγωνιστές.