Στο περυσινό άρθρο μου στην εφημερίδα «Πελοπόννησος», με αφορμή πάλι το θέμα της περιφερειακής ανάπτυξης, κατέληγα πως πρέπει «να απελευθερώσουμε τις υγιείς παραγωγικές και δημιουργικές δυνάμεις του τόπου μας, για να φέρουμε το μέλλον που αξίζει στους Ελληνες, στη χώρα, κοντύτερα».
Η Ελλάδα δεν είναι μια φτωχή χώρα αλλά μια χώρα που, για πολλές δεκαετίες, ήταν αντικείμενο κακοδιαχείρισης, πελατειακής νοοτροπίας και πρακτικής. Πίστευα και πιστεύω πως τα οικονομικά προβλήματα της χώρας είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, συμπτώματα βαθύτερων αιτιών. Οσο δεν κοιτάμε κατάματα και δεν αντιμετωπίζουμε αυτές τις βαθύτερες αιτίες τόσο οι οικονομικές κρίσεις θα είναι επαναλαμβανόμενα φαινόμενα που πισωγυρίζουν τη χώρα.
Eίναι αυτές οι αιτίες που αποτελούν τροχοπέδη στην απελευθέρωση υγιών και δυναμικών στρωμάτων της κοινωνίας. Για πολλά χρόνια, η έννοια της επιχειρηματικότητας ήταν ενοχοποιημένη, ταυτισμένη, με το κρατικό και ευρωπαϊκό εύκολο χρήμα. Τα εύκολα λόγια για «περιφερειακή ανάπτυξη» παρέμεναν στα συρτάρια υπουργικών γραφείων, ενώ παράλληλα, το σύστημα της Παιδείας λειτουργούσε με την κρατικίστικη προσέγγιση του «βολέματος», με πελατειακή λογική. Το ίδιο το κράτος αποτελούσε πηγή αστάθειας για το επιχειρηματικό περιβάλλον, εμπόδιο για όποιον ήθελε να επιχειρήσει. Φορολογικό περιβάλλον συνεχώς μεταβαλλόμενο, αθηνοκεντρική προσέγγιση, γραφειοκρατία, και μη ξεκάθαροι, κοινοί όροι για όλους, συνιστούσαν το επενδυτικό πλαίσιο της Ελλάδας.
Από το 2010 και υπό την ασφυκτική πίεση που δημιουργούσε η δημοσιονομική στενότητα της χώρας, επιχειρήσαμε να ανατρέψουμε αυτό το πλαίσιο, χτυπώντας τα αίτια του προβλήματος, όχι μόνο τα συμπτώματα, με μαγιά την εξωστρέφεια και το φυσικό δαιμόνιο του Ελληνα.
Η περιφερειακή ανάπτυξη αποτέλεσε κεντρική επιλογή, προωθήσαμε σειρά αλλαγών, γιατί θέλουμε τον πολίτη συμμέτοχο, να αποφασίζει για την ανάπτυξη της περιοχής του. Προσωπική μου πεποίθηση είναι πως πρέπει να δημιουργηθεί μία νέα σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ κεντρικού κράτους και περιφέρειας, ώστε η τελευταία να αποτελέσει τον μελλοντικό βραχίονα ανάπτυξης.
Στην κατεύθυνση αυτή, αφετηρία ήταν η Παιδεία, ώστε τα πανεπιστήμιά μας να αποκτήσουν την απαραίτητη -στην εποχή μας- εξωστρέφεια και διεθνή ανταγωνιστικότητα. Να αποκτήσουν ουσιαστική αυτονομία και να πάψουν να είναι δέσμια μειοψηφιών και συντεχνιακών κατεστημένων. Να εισρεύσουν άνθρωποι με διεθνές κύρος και παγκόσμια υπόσταση, να μεταφέρουν γνώσεις και εμπειρίες. Οσο κι αν ανατράπηκε αυτή η λογική αργότερα, αποτελεί μονόδρομο.
Στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας δεσπόζει το πανεπιστήμιο της Πάτρας. Οι δυνατότητές του είναι τεράστιες γιατί διαθέτει και το επιστημονικό προσωπικό και τις δομές για να προσελκύσει σημαντικά μυαλά της χώρας αλλά και του εξωτερικού. Μπορεί να καταστεί κοιτίδα δημιουργίας, καινοτομίας, έρευνας και τεχνολογίας ώστε να παράγει επιστήμονες που αντεπεξέρχονται στα νέα παγκόσμια δεδομένα, αρκεί να δημιουργήσει ένα σαφές, εξωστρεφές πλάνο.
Το Ανοικτό Πανεπιστήμιο, με έδρα την Πάτρα, αποδείχθηκε πετυχημένη επιλογή. Χιλιάδες συμπολίτες μας απέκτησαν την ευκαιρία να έχουν εξ αποστάσεως πρόσβαση σε ποιοτικά προγράμματα ανώτατης εκπαίδευσης, που συνέβαλαν καθοριστικά στην πνευματική και επαγγελματική τους εξέλιξη.
Σημαντική είναι η συμβολή των Τεχνολογικών Ιδρυμάτων της περιοχής που παραδίδουν στην κοινωνία κατάλληλα καταρτισμένο δυναμικό, ο πρακτικός ρόλος του οποίου έχει αποδειχθεί κρίσιμος κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
Σημαντική επιλογή υπήρξε και ο «Καλλικράτης». Δεν πρόκειται απλά για μία διοικητική ανακατανομή της χώρας αλλά για ουσιαστική, συνειδητή επιλογή περιφερειακής ανάπτυξης, που εξοικονομεί πόρους και εναρμονίζει την ελληνική περιφέρεια με τα σύγχρονα, ευρωπαϊκά πρότυπα.
Η Περιφέρεια είναι σήμερα ο θεσμός που οφείλει να υποδεικνύει τις εστίες ανάπτυξης. Ποιος γνωρίζει καλύτερα από την τοπική κοινωνία που υπάρχουν δυνατότητες ανάπτυξης, προβλήματα και λύσεις; Ποιος γνωρίζει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα, τη γη, τον αέρα, τη θάλασσα, τις καλλιέργειες, τη κτηνοτροφία, τον τουρισμό, την αλιεία, τις τεχνολογικές δυνατότητες της Δυτικής Ελλάδας, από τους ίδιους τους κατοίκους της και τους εκλεγμένους αντιπροσώπους τους;
Σημειώνω πως πριν από τον Καλλικράτη υπήρχε ένα δαιδαλώδες πλέγμα περίπου 6.000 τοπικών δημοτικών, κοστοβόρων επιχειρήσεων, ενώ με το νέο μοντέλο μειώθηκαν σε μόλις 1.800, χωρίς να επηρεαστεί η αποτελεσματικότητα του κράτους. Ποιος θυμάται σήμερα τις νομαρχίες και τα πολυπληθή νομαρχιακά συμβούλια; Τα χρήματα που εξοικονομήθηκαν για τα δημόσια ταμεία ήταν πολλά και μάλιστα, στο πλαίσιο του προεκλογικού προγράμματος του ΠΑΣΟΚ και όχι μνημονιακών υποχρεώσεων.