Πριν 6 μήνες συστήσατε με την ψήφο σας μια Προανακριτική Επιτροπή για να διερευνήσει τυχόν ποινικές ευθύνες μου για τη «λίστα Λαγκάρντ».Και σήμερα έχετε μπροστά σας το πόρισμα αυτής της Επιτροπής που προτείνει την παραπομπή μου στο Ειδικό Δικαστήριο με βαρύτατες κατηγορίες, οι οποίες επισείουν πολυετή φυλάκιση.
Τις κατηγορίες αυτές τις αρνούμαι απόλυτα και κατηγορηματικά. Ούτε απιστία έχω διαπράξει, ούτε νόθευση εγγράφου, ούτε παράβαση καθήκοντος.
Σας προτείνουν να συστήσετε Ειδικό Δικαστήριο. Για πρώτη φορά από την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου το 1989.
Για το θέμα αυτό. Τη «λίστα Λαγκάρντ». Όχι για άλλα μύρια όσα έχουν συμβεί στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες. Όχι για όλα τα πραγματικά, τα μεγάλα σκάνδαλα, που έχουν κοστίσει δις στη χώρα. Όχι για τα σκάνδαλα από τα οποία πολιτικοί πλούτισαν.
Αλλά για μία ιστορία μη πρωτοκόλλησης μίας παράνομης λίστας που εγώ έφερα στη χώρα για αξιοποίηση, και αφαίρεσης τριών ονομάτων συγγενών μου που δεν έκανα. Μια υπόθεση από την οποία ούτε εγώ έχω αποκομίσει οποιοδήποτε οικονομικό όφελος, ούτε έχει ζημιωθεί το Δημόσιο.
Η ιστορία λοιπόν επαναλαμβάνεται, μετά από 25 χρόνια. Μόνο που αυτή τη φορά επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Γιατί τι άλλο εκτός από φάρσα – φαρσοκωμωδία – είναι αυτό που έχει εκτυλιχθεί έξι μήνες τώρα;
Δεν μιλώ για τους ατέρμονες καβγάδες ανάμεσα στα μέλη της Προανακριτικής που μονοπώλησαν το ενδιαφέρον των ΜΜΕ, χωρίς να κάνουν σοφότερους τους πολίτες ως προς την ουσία της υπόθεσης. Αντίθετα, ευτελίζοντας και συσκοτίζοντας το θέμα.
Μιλώ για την απόλυτα προσχηματική διαδικασία, την προκατάληψη, το προκατασκευασμένο πόρισμα, τις προειλημμένες αποφάσεις.
Ο Πρόεδρος της Προανακριτικής Επιτροπής είχε πει στην έναρξη της διαδικασίας απευθυνόμενος στα μέλη: «Ραδιόφωνο, τηλεόραση, εφημερίδες, παρακαλώ πάρα πολύ να αποφύγουμε. Δεν πρέπει [...] να εκφέρουμε κρίσεις και περιεχόμενο καταθέσεων ή οτιδήποτε άλλο. Εννοείται ότι θα τηρήσουμε τη μυστικότητα η οποία επιβάλλεται [...] από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι διατάξεις του οποίου και εφαρμόζονται.»
Ακολούθησαν πάνω από 100 εμφανίσεις μελών της Επιτροπής στα ΜΜΕ – με τον Πρόεδρό της πρώτο. Εμφανίσεις όπου έγιναν συγκεκριμένες κρίσεις για την υπόθεση. Που προκαταλαμβάνουν ενοχή. Που τινάζουν στον αέρα κάθε πρόσχημα αδιάβλητης, αντικειμενικής διαδικασίας διερεύνησης της αλήθειας.
Κρίσεις που δεν αρμόζουν σε «οιονεί εισαγγελείς», όπως είναι υποτίθεται τα μέλη μίας παρόμοιας επιτροπής. Που παραβιάζουν κάθε δικονομικό κανόνα. Κρίσεις που βέβαια βρίσκει κανείς αφειδώς και στην ίδια τη δικογραφία, και έχουν διατυπωθεί από διαφορετικά μέλη της Επιτροπής. Σταχυολογώ μερικές ενδεικτικές από τα πρακτικά:
«Θα πάει ο Παπακωνσταντίνου για ένα πλημμέλημα και θα γελάει το σύμπαν».
«Δεν θα γλυτώσει κανένας τη χλεύη, αν αυτή η Επιτροπή δεν καταλήξει τουλάχιστον σ’ αυτή την πρόταση που έχει κάνει η Βουλή».
Κρίσεις σαν κι αυτές υπάρχουν πολλές στη δικογραφία – και δεν την έχω διαβάσει ακόμα όλη. Αντίστοιχος ήταν και ο χειρισμός των μαρτύρων. Εκεί μέλη της Επιτροπής – ευτυχώς όχι όλα – άσκησαν συστηματικά πρακτικές εκφοβισμού, ψυχολογικής βίας και απειλών. Για να πουν οι μάρτυρες αυτά που ήθελε η Επιτροπή, όχι αυτά που πραγματικά συνέβησαν. Με απαξιωτικές και ειρωνικές αναφορές σε ανθρώπους, που το μόνο που έκαναν ήταν να έχουν διατελέσει συνεργάτες μου.
Με απαράδεκτα ερωτήματα του τύπου: «σε ποιο κόμμα ανήκετε;» -έλεγχος πολιτικών φρονημάτων από μέλη της Βουλής! Με μέλη της Επιτροπής να εγκαλούν υψηλόβαθμους δημόσιους λειτουργούς που τόλμησαν να δώσουν καταθέσεις που στηρίζουν τα λεγόμενα και τους ισχυρισμούς μου. Ένας και μόνος χαρακτηρισμός αρμόζει στον τρόπο που χειρίστηκε τους μάρτυρες η Επιτροπή: ντροπή.
Όταν ήρθε η στιγμή να κληθώ να δώσω εξηγήσεις, η Επιτροπή προκλητικά μου στέρησε τον ελάχιστο αναγκαίο χρόνο, για να μελετήσω τη δικογραφία.
Μέγεθος δικογραφίας: 20.000 σελίδες. Και γι αυτές μου δόθηκαν αρχικά 7 ημέρες προθεσμία και ύστερα από τις διαμαρτυρίες μου, μου παραχωρήθηκαν άλλες 10 ημέρες. Δηλαδή χρόνος επεξεργασίας: περίπου 1.300 σελίδες την ημέρα! Κανονικός εμπαιγμός, όπως δήλωσα και στην ίδια την Επιτροπή. Για την ενημέρωσή σας, προσθέτω ότι ούτε αυτή τη στιγμή που είμαστε εδώ μου έχει παραδοθεί όλη η δικογραφία.
Κατά διαβολική σύμπτωση, μου επισημάνθηκε ότι για αντίστοιχων σελίδων δικογραφία οι Τουρκικές Αρχές είχαν παράσχει στον Οτσαλάν 17ήμερη προθεσμία. Περιττό να υπενθυμίσω ότι γι αυτήν την παραβίαση η Τουρκία καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Αυτή υπήρξε λοιπόν η σοβαρότητα της Προανακριτικής. Αυτός ήταν ο σεβασμός στα ελάχιστα – στα προφανή – δικαιώματά μου, δικαιώματα του κάθε εγκαλούμενου, που κατοχυρώνουν όλες οι Ευρωπαϊκές Συνθήκες αλλά και η ελληνική νομοθεσία.
Στη συνέχεια, ήρθε το πόρισμα – για να αποδείξει πέραν κάθε αμφιβολίας πόσο προσχηματική είναι όλη η διαδικασία. Ένα πόρισμα που κάνει επιλεκτική και ακραία μεροληπτική χρήση στοιχείων και μαρτυριών, ενώ παραβλέπει μαρτυρίες και απλώς αγνοεί αντικειμενικά και αδιαμφισβήτητα στοιχεία. Μνημονεύεται μόνο ό,τι βολεύει στην κατασκευή της ενοχής μου – με απολύτως αστήρικτη και αυθαίρετη εξαγωγή συμπερασμάτων. Ό,τι δεν βολεύει, απλώς δεν αναφέρεται, λογοκρίνεται, δεν τίθεται καν στην κρίση σας, υπόψη σας με ουδετερότητα ως πληροφορία.
Ο πλήρης ευτελισμός της διαδικασίας όμως βρίσκεται αλλού. Βρίσκεται στο απίστευτο γεγονός ότι από τους 7 βουλευτές που υπογράφουν το πόρισμα της πλειοψηφίας, οι 2 δεν μετείχαν καν των εργασιών της Επιτροπής! Ναι, καλά ακούσατε. Το πόρισμα υπογράφουν 2 βουλευτές που συμμετείχαν μόνο στην τελευταία συνεδρίαση της Επιτροπής, όταν αντικατέστησαν τα μέλη που υπουργοποιήθηκαν στον πρόσφατο ανασχηματισμό. Δεν έχουν εξετάσει μάρτυρες. Δεν έχουν μετάσχει στη συζήτηση. Τι ακριβώς πρόλαβαν να διαβάσουν από τις 20.000 σελίδες της δικογραφίας; Τι γνωρίζουν από την υπόθεση αυτή όπου έβαλαν την υπογραφή τους, για να στείλουν έναν άνθρωπο στο Ειδικό Δικαστήριο; Η Προανακριτική υποτίθεται πως λειτουργεί με βάση την ποινική δικονομία – και αυτοί απλώς πειθάρχησαν σε κομματικά κελεύσματα! Δύσκολα φαντάζεται κανείς μεγαλύτερη διακωμώδηση του θεσμού.
Σε παρόμοιες υποθέσεις όπου κρίνεται η τύχη ενός ανθρώπου, η διαδικασία είναι και ουσία. Είναι ο σεβασμός στο κράτος δικαίου. Στα στοιχειώδη δικαιώματα του εγκαλούμενου – και όχι του «υπό εκτέλεση» όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε σε εμένα σε μία αποστροφή του λόγου του στην Επιτροπή ο κ. Μαρκογιαννάκης. Γλώσσα λανθάνουσα… Ναι, το είπε και αυτό ο κ. Μαρκογιαννάκης, ότι είμαι «υπό εκτέλεση».
Αντί για μία μυστική διαδικασία προανάκρισης με τα μέλη της Προανακριτικής να λειτουργούν ως «οιονεί εισαγγελείς», διεξήχθη μια απόλυτα διαβλητή, μεροληπτική, προκατειλημμένη και δικονομικά άκυρη διαδικασία. Μία διαδικασία που έδειξε περίτρανα ότι είχε προειλημμένη την απόφαση για παραπομπή. Με άλλα λόγια: τον ένοχο τον είχαμε εξαρχής. Έμενε απλώς να βρούμε τι θα του φορτώσουμε.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές
Έρχομαι τώρα στην ουσία και στα συμπεράσματα του πορίσματος.
Κατηγορία πρώτη που μου αποδίδεται: απιστία σε βαθμό κακουργήματος.
Ότι δηλαδή ως ο αρμόδιος Υπουργός Οικονομικών δήθεν δεν αξιοποίησα την περίφημη «λίστα Λαγκάρντ». Δήθεν την έκρυψα. Δήθεν δεν την έδωσα για έλεγχο στις αρμόδιες αρχές. Και εξαιτίας αυτού το Δημόσιο ζημιώθηκε με μεγάλα ποσά που θα είχε ήδη εισπράξει. Εδώ ο παραλογισμός σπάει ρεκόρ. Αν δεν ήθελα να αξιοποιήσω τη λίστα, είχα μια πολύ πιο απλή επιλογή: να μην τη ζητήσω καν από τους Γάλλους. Και η ειρωνεία είναι ότι αν δεν την είχα ζητήσει, δεν θα ήμουν σήμερα εδώ να δίνω εξηγήσεις.
Φυσικά, τίποτα από όλα όσα ισχυρίζεται το πόρισμα δεν τεκμηριώνεται από κανένα στοιχείο της δικογραφίας. Αντιθέτως, οι ισχυρισμοί αυτοί διαψεύδονται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο από τις μαρτυρικές καταθέσεις και τα γεγονότα. Αλλά, βέβαια, αν διαβάσετε το πόρισμα, αυτά τα στοιχεία δεν θα τα μάθετε ποτέ..
Ας πάρουμε για παράδειγμα το περίφημο ζήτημα της μη πρωτοκόλλησης. Βασική μομφή είναι ότι δεν πρωτοκόλλησα τα στοιχεία από τη Γαλλία. Πουθενά όμως στο πόρισμα δεν θα διαβάσετε τα όσα σχετικά είπε ο Πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κ. Φωκίων Γεωργακόπουλος, στην κατάθεση που έδωσε στην Αντιεισαγγελέα Εφετών κα Ράϊκου. Θα σας τα διαβάσω όμως εγώ.
Λέει: «Κατά την τεσσαρακονταετή υπηρεσία μου, ως δημόσιου λειτουργού, δεν υπέπεσε στην αντίληψή μου περίπτωση κατά την οποία να καταχωρίζεται στο πρωτόκολλο οτιδήποτε άλλο πέραν των εγγράφων. Δεν υπάρχει ακόμα πρόβλεψη για την καταχώριση στοιχείων διοικητικών πράξεων ή πληροφοριών που ενσωματώνονται στις σύγχρονες ηλεκτρονικές-τεχνικές μεθόδους, όπως είναι τα CD ή τα usb.»
Αυτή η φράση του δεν υπάρχει στο πόρισμα που έχετε στα χέρια σας. Σας την έχουν αποκρύψει, την άποψη του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Αποφάσισαν όχι μόνο να την αγνοήσουν επί της ουσίας, αλλά και να μην τη θέσουν καν υπόψη σας, προς αξιολόγηση. Θεσμικό ατόπημα ασύλληπτου μεγέθους. Το πόρισμα μιλάει για παράβαση καθήκοντος και απόκρυψη. Η απόκρυψη καταθέσεων και η μη αντικειμενική και πλήρης ενημέρωση του Κοινοβουλίου τι ακριβώς είναι;
Καλά το CD, μήπως όμως έπρεπε να πρωτοκολληθεί το συνοδευτικό έγγραφο των Γάλλων, όπως ισχυρίζεται το πόρισμα; Ποιο όμως έγγραφο; Αυτό που δεν έχουν πρωτοκολλήσει ούτε οι Γάλλοι! Ναι, δεν υπάρχει πρωτόκολλο στη συνοδευτική επιστολή των Γάλλων του 2010! Να πρωτοκολλούσα ένα έγγραφο που δεν απευθύνεται σε μένα και πουθενά δεν περιγράφει καν τι μας στέλνουν; Το έγγραφο που γράφει μόνο «Βρείτε συνημμένα τα αιτηθέντα στοιχεία», χωρίς να αναφέρει καν τι είναι; Πουθενά δεν υπάρχουν στην επιστολή των Γάλλων οι λέξεις «Ελβετία», «ελληνικές καταθέσεις», πόσο μάλλον «τράπεζα HSBC»! Είναι το έγγραφο που μας ζητά να χειριστούμε τα στοιχεία ως «απόρρητα» – και όχι απλά εμπιστευτικά! Ψάξτε στο πόρισμα όσο θέλετε – αυτά δεν θα τα βρείτε. Προφανώς δεν βόλευαν και λογοκρίθηκαν.
Ναι, αλλά – ισχυρίζεται το πόρισμα – η συνοδευτική επιστολή αναφέρει ότι τα στοιχεία μας στέλνονται στο πλαίσιο της συμφωνίας Ελλάδας-Γαλλίας και της Κοινοτικής Οδηγίας. Και αυτό δήθεν αποδεικνύει ότι τα στοιχεία ήρθαν τελικά επίσημα, «πανηγυρικά», όπως μάλιστα αναφέρει το πόρισμα, και μπορούσε να γίνει νόμιμη χρήση. Και την επιστολή αυτή δήθεν την έκρυψα.
Ούτε αυτά ισχύουν. Καταρχήν, το πόρισμα αποσιωπά πλήρως το γεγονός ότι πρώτος εγώ – τον περασμένο Οκτώβριο – είχα αναφερθεί στην κατάθεσή μου στον Οικονομικό Εισαγγελέα και στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής στην ύπαρξη επιστολής «υπογεγραμμένης από αξιωματούχο του Γαλλικού Υπουργείου Οικονομικών». Ήταν η ακριβής μου έκφραση αυτή. Άρα, κάθε άλλο παρά έκρυψα την επιστολή.
Και πράγματι η επιστολή των Γάλλων αναφέρεται στη φορολογική σύμβαση μεταξύ Γαλλίας και Ελλάδας του 1963 και στην Οδηγία 77/799.
Αλλά όποιος διαβάσει αυτά τα δύο κείμενα, αντιλαμβάνεται ότι κανένα από αυτά δεν αφορά στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η διμερής σύμβαση αφορά σε πληροφορίες που έχει κάθε κράτος για συγκεκριμένα πρόσωπα που και τα δύο κράτη έχουν την εξουσία να φορολογήσουν. Η δε Οδηγία αφορά σε πληροφορίες που έχουν κτηθεί από κράτη νομίμως, και όχι από ιδιώτες που υπέκλεπταν. Με λίγα λόγια, και τα δύο κείμενα ρυθμίζουν ζητήματα ροής συγκεκριμένων πληροφοριών που ανταλλάσσουν μεταξύ τους τα κράτη. Αλλά δεν νομιμοποιούν ούτε ρυθμίζουν πληροφορίες που προήλθαν από παράνομες δράσεις φυσικών προσώπων, και την ανταλλαγή πληροφοριών για τραπεζικές καταθέσεις που έχουν κλαπεί από τρίτη χώρα, εκτός ΕΕ, την Ελβετία εν προκειμένω! Και πώς θα ήταν δυνατόν να ρυθμίζουν ένα τέτοιο πράγμα;!
Πόσο δύσκολο είναι να καταλάβει κάποιος ότι σε μια επιστολή χωρίς πρωτόκολλο και χωρίς περιγραφή των διαβιβαζομένων στοιχείων, η επίκληση των κειμένων αυτών έγινε προκειμένου να τηρηθούν τα προσχήματα στη διαβίβαση στοιχείων που όλοι ξέρουν ότι είναι παράνομα; Προκειμένου οι Γάλλοι να μας στείλουν μεν τα στοιχεία, κάνοντας το καθήκον τους προς μία χώρα που ζήτησε βοήθεια, αλλά με τρόπο όμως που να τους εκθέτει όσο γίνεται λιγότερο, που να μη γίνει βούκινο; Γι αυτό εξάλλου ούτε πρωτοκολλούν την επιστολή τους, ούτε περιγράφουν τα στοιχεία που στέλνουν.
Άρα, τα στοιχεία που ήρθαν ήταν παράνομα. Μπορούσαν νομότυπα, νόμιμα να αξιοποιηθούν; Επανέρχομαι στην κατάθεση του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, του κ. Γεωργακόπουλου. Ερωτάται ο κ. Γεωργακόπουλος: «Αν σας έλεγα ότι η λίστα Λαγκάρντ αν και ήρθε στα χέρια των Ελληνικών αρχών χωρίς τη συναίνεση της ελβετικής τράπεζας όπου είχαν κατατεθειμένα τα χρήματά τους οι Έλληνες καταθέτες, όμως ήρθε μέσω του Γαλλικού Υπουργείου Οικονομικών, θα μου λέγατε ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει πρόβλημα για την αξιοποίησή της;»
Απαντά ο Πρόεδρος του ΝΣΚ: «Ήδη από όσα έχω αναφέρει είναι φανερό ότι ένα προϊόν παρανόμου πράξεως, οποιαδήποτε και αν είναι η προέλευσή του, δηλαδή ακόμα και αν προέρχεται από αλλοδαπή δημόσια υπηρεσία, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως θεμέλιο νομίμων πράξεων της διοικήσεως». Αυτά λέει ο Πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Αλλά αυτά φυσικά στο πόρισμα δεν θα τα διαβάσετε πουθενά.
Ούτε βεβαίως θα διαβάσετε πως ο ίδιος ο Πρόεδρος της Προανακριτικής, ο κ. Μαρκογιαννάκης παραδέχτηκε σε συνεδρίαση της Επιτροπής πως τα στοιχεία αυτά είναι παράνομα! «Αυτά είναι υποκλαπέντα» λέει στα πρακτικά. Και όταν μέλος της Επιτροπής τον εγκαλεί και του λέει «Κύριε Πρόεδρε, μην εκτίθεστε», συμπληρώνει «Μα, τι είναι αυτά που λέτε; Τι δημόσια έγγραφα;» Ο Πρόεδρος της Προανακριτικής.
Το πρόβλημα αυτό το είχαν και άλλες χώρες. Στη Γαλλία για παράδειγμα το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο ακύρωσε το 2011 όλους τους φορολογικούς ελέγχους που είχαν βασιστεί στη «λίστα Φαλσιανί», θεωρώντας ότι τα στοιχεία αυτά είναι παράνομα.
Εγώ παρά ταύτα, ανεξάρτητα από την αυστηρή νομική αξιολόγηση του ζητήματος, κατέβαλα προσπάθεια, ώστε να αξιοποιηθούν τα στοιχεία. Η μη πρωτοκόλληση, η μη αναγνώριση δηλαδή επίσημης κατοχής, δεν σήμαινε για εμένα ότι δεν μπορούσαν να αποτελέσουν έναυσμα έρευνας. Ακριβώς αυτό έκανα, λοιπόν, δίνοντας προς έρευνα 20 ονόματα με τις μεγαλύτερες καταθέσεις στον Ειδικό Γραμματέα ΣΔΟΕ, κ. Καπελέρη, και στη συνέχεια όλα τα στοιχεία στον διάδοχό του, κ. Διώτη.
Κατηγορήθηκα για την «επιλεκτική» χρήση 20 ονομάτων μόνο για τον αρχικό έλεγχο. Είχα πει ότι στα ονόματα αυτά αναλογούσαν οι μισές περίπου καταθέσεις της λίστας. Επιβεβαιώθηκα και σε αυτό – ακόμα και τα 10 μόλις ονόματα που ισχυρίζεται ο κ. Καπελέρης πως του έδωσα από τη δικογραφία προκύπτει ότι αναλογούν σε σχεδόν 1 δις Ευρώ, κάτι λιγότερο από το ήμισυ των συνολικών καταθέσεων. Αλλά βέβαια ούτε αυτό θα το βρείτε στο πόρισμα.
Ισχυρίζεται ο κ. Καπελέρης ότι δεν του έδωσα ρητή εντολή ελέγχου. Σαν να χρειάζεται εντολή, για να κάνει τη δουλειά του το ΣΔΟΕ. Όμως, ακόμα και αυτές οι εντολές δόθηκαν, μάλιστα και σε σύσκεψη ενώπιον άλλων. Αλλά και πώς είναι δυνατόν, όταν με τον πρώτο έλεγχο προέκυψε ότι δεν δικαιολογούνται συγκεκριμένες καταθέσεις, το ΣΔΟΕ να μην συνεχίζει την έρευνα; O νυν Ειδικός Γραμματέας του ΣΔΟΕ κ. Στασινόπουλος καταθέτει ρητά ότι και από μόνη της η πληροφορία που έδωσα τότε έπρεπε να αποτελέσει έναυσμα ελέγχου. Γιατί αυτή είναι ακριβώς η δουλειά του ΣΔΟΕ!
Ο κ. Διώτης στον οποίον παρέδωσα όλα τα στοιχεία που είχα παραλάβει από τη Γαλλία αφότου αντικατέστησε τον κ. Καπελέρη παραδέχεται ότι του έδωσα τα στοιχεία, για να γίνει έλεγχος – και το λέει όχι μία φορά, αλλά επανειλημμένα. Του λέει μέλος της Επιτροπής σχετικά με το usb: «Άρα, σας το έδωσε για έλεγχο ο κ. Παπακωνσταντίνου». Απαντά: «Για τι άλλο θα μου το έδινε; Για ενθύμιο»; Πράγματι, για τι άλλο; Και γιατί δεν έγινε έλεγχος μετά την αποχώρησή μου από το Υπουργείο; Και γι αυτό εγώ φταίω;
Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να κατηγορούμαι για απιστία στο πόρισμα της Επιτροπής; Ζήτησα τα στοιχεία αυτά από την ομόλογό μου κα Λαγκάρντ. Φρόντισα να έρθουν στην Ελλάδα. Έκανα συσκέψεις για τον καλύτερο δυνατό χειρισμό. Εγώ τα έδωσα για έλεγχο! Και κανείς άλλος όπως αποδείχθηκε!
Είναι εντυπωσιακό: στο πόρισμα δεν μου αναγνωρίζεται καν ότι εγώ ζήτησα τη στοιχεία από την κα Λαγκάρντ. Παρά το γεγονός ότι το έχει πει και η ίδια σε συνέντευξη! Προφανώς δεν βολεύει αυτό στην εικόνα που θέλει να δημιουργήσει η Επιτροπή. Γιατί βέβαια δεν στέκει λογικά κάποιος αρχικά να ζητάει παρόμοια στοιχεία και στη συνέχεια να μην τα αξιοποιεί, όταν έρχεται στα χέρια του. Αφού θέλουμε λοιπόν να ισχυριστούμε ότι δεν τα αξιοποίησε, ας κάνουμε τον κόσμο να ξεχάσει ότι με δική του πρωτοβουλία ήρθαν στην Ελλάδα!
Ας ξεχάσουμε επίσης και άλλες μαρτυρίες όπως του κ. Σπινέλλη, τέως ΓΓ Πληροφοριακών Συστημάτων, ή του κ. Νικολούδη, αντιεισαγγελέα Αρείου Πάγου και επικεφαλής της Αρχής για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, που καταθέτουν ότι είχαν συζητήσεις μαζί μου για την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των συγκεκριμένων αυτών πληροφοριών. Ή τη σύσκεψη του Ιανουαρίου 2011 με συμμετοχή πολλών στην οποία ζήτησα να πληροφορηθώ για τα ενδεχόμενα – υπαρκτά – νομικά προβλήματα της λίστας και έδωσα εντολές ελέγχου. Πώς ακριβώς έκρυψα τη λίστα; Συζητώντας και αναζητώντας το πώς θα αξιοποιηθεί; Είναι αυτό συμπεριφορά ενός Υπουργού που θέλει να κρύψει τα στοιχεία και να μην τα χρησιμοποιήσει;
Και εν τέλε,ι βλέποντας πως από τότε που έφυγα εγώ από το Υπουργείο έχουν περάσει δύο χρόνια και οι μόνοι στη λίστα που έχουν ελεγχθεί είναι οι συγγενείς μου, διερωτάται κανείς πού στηρίζεται ο ισχυρισμός ότι δήθεν ζημίωσα την Ελλάδα, επειδή δήθεν δεν διέταξα έλεγχο των προσώπων για τις καταθέσεις τους στο εξωτερικό.
Πόσα ακριβώς χρήματα έχουν εισρεύσει στα ταμεία του Δημοσίου μέχρι σήμερα; Όσο ήμουν εγώ Υπουργός Οικονομικών τα στοιχεία υπήρχαν στην Ελλάδα 9 μήνες. Άλλους τόσους μήνες όσο ήταν Υπουργός Οικονομικών ο κ. Βενιζέλος – και άλλους 8 μήνες με τα στοιχεία στην κατοχή του όσο δεν ήταν Υπουργός. Και έχουν περάσει άλλοι 9 μήνες από τότε που ο κ. Βενιζέλος παρέδωσε εκ νέου το USB και είναι ξανά στη διάθεση του ΣΔΟΕ. Πόσα χρήματα έχουν εισπραχθεί με βάση τις καταθέσεις των Ελλήνων που είναι στη «λίστα Λαγκάρντ»;
Έχει γίνει πολύς λόγος για το «χαμένο CD» των Γάλλων. Λυπάμαι πραγματικά που το CD δεν έχει βρεθεί, έχω αναλάβει την πολιτική ευθύνη για αυτό, και έχω ήδη πληρώσει βαρύ τίμημα. Μακάρι να είχε βρεθεί, όπως βρέθηκε και η επιστολή των Γάλλων που αποδεικνύει όσα ισχυριζόμουν. Αν σήμερα υπήρχε το CD, δεν θα άλλαζε η ουσία της υπόθεσης σε σχέση με την αλλοίωση των στοιχείων. Αλλά τα περιθώρια αμφισβήτησης της καλής μου πίστης θα ήταν πολύ μικρότερα. Εμένα έβλαψε το ότι δεν βρέθηκε το CD. Ας θυμηθούμε όμως και την πίεση των γεγονότων της εποχής και ειδικά των ημερών του ανασχηματισμού του Ιουνίου του 2011.
Στο πόρισμα όμως εξυφαίνεται μία ολόκληρη θεωρία ότι το εξαφάνισα επίτηδες, και για να στηριχθεί το συμπέρασμα αυτό χρησιμοποιούνται οι καταθέσεις των μελών της γραμματείας μου, που – υποτίθεται –διαψεύδουν ότι το έδωσα για φύλαξη. Προσέξτε τη μεθόδευση της Επιτροπής. Αντί να ερωτηθεί η γραμματεία μου, αν ποτέ έδωσα εκείνη την εποχή ένα οποιοδήποτε CD για φύλαξη, ώστε ανάλογα να εξειδικευθεί περαιτέρω η ερώτηση τι ήταν αυτό το CD, ερωτώνται «σας έδωσε ποτέ το CD που ήρθε από τη Γαλλία με ονόματα καταθετών ο κ. Παπακωνσταντίνου;». Και η απάντηση είναι προφανώς όχι. Γιατί πολύ απλά, δεν είπα και δεν εγνώριζαν τι περιείχε το χωρίς διακριτικά cd (έτσι ήρθε από τη Γαλλία, χωρίς διακριτικά) που τους έδωσα για φύλαξη. Για άλλη μία φορά, στην Επιτροπή εκμαίευσαν αυτό που ήθελαν, αλλά όχι την αλήθεια.
Ανακεφαλαιώνω: αυτή τη στιγμή καλείστε να παραπέμψετε σε Ειδικό Δικαστήριο εμένα που, όπως και να το κάνουμε, ζήτησα τα στοιχεία, και εξαιτίας μου ήρθαν στην Ελλάδα, εμένα που τα έδωσα για έλεγχο, προκάλεσα συσκέψεις προκειμένου να αξιοποιηθούν, και τα παρέδωσα στον αρμόδιο πριν την αποχώρησή μου.
Και την ίδια στιγμή, αυτός που μαζί με τον κ. Διώτη κυριολεκτικά έθαψαν τα στοιχεία για όλο το μετέπειτα χρονικό διάστημα, επιβραβεύεται και γίνεται αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και Υπουργός Εξωτερικών. Και ξεπερνάμε το γεγονός – ακόμα και αν δεχτούμε πως πίστευε ότι κατείχε αντίγραφο και το ΣΔΟΕ συνέχιζε την έρευνα – πως σε όλους τους μήνες που ήταν Υπουργός δεν έκανε μία – έστω – ερώτηση για την πρόοδο των ερευνών. Έστω μία! Ή μια σύσκεψη για το θέμα αυτό!
Ave Ceasar! Morituri te salutant! Πόσος παραλογισμός μπορεί πια να χωρέσει σε αυτή την υπόθεση;
Και κάτι τελευταίο εδώ, για το τι πρακτικές εγκαινιάζουμε στην πολιτική ζωή της χώρας. Είδα στο πόρισμα κροκοδείλια δάκρυα για τον κίνδυνο ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής του τόπου. Μα αυτό ακριβώς δεν κινδυνεύουμε να κάνουμε εδώ τώρα; Μια πολιτική αντιπαράθεση για το χειρισμό της λίστας να μετατραπεί σε ποινική δίωξη για δήθεν απιστία. Μία κατηγορία που είναι προφανές ότι προστέθηκε την τελευταία στιγμή, επειδή δεν «έβγαινε» στην Επιτροπή η κατηγορία της αλλοίωσης και κάποιοι ανησυχούσαν ότι δεν θα μπορέσουν να μου απαγγείλουν κατηγορίες. Αλλά με αυτήν ανοίγετε και τον ασκό του Αιόλου. Μετατρέπετε σε ποινικό αδίκημα μία πολιτική στάθμιση χειρισμού ενός ευαίσθητου ζητήματος απόρρητων πληροφοριών.
Σε όλη μου την πολιτική διαδρομή αλλά και στη συγκεκριμένη περίπτωση, έπραξα ό,τι είναι δυνατόν για να διαφυλάξω το συλλογικό και το δημόσιο συμφέρον. Κατά τη διάρκεια της 20μηνης θητείας μου και σε μια εποχή πρωτοφανούς πίεσης, πήρα σωρεία πρωτοβουλιών κατά της φοροδιαφυγής – όσες δεν έχει πάρει ποτέ Υπουργός στο παρελθόν. Με αποτέλεσμα να έχει σήμερα η χώρα την πιο δρακόντεια νομοθεσία κατά της φοροδιαφυγής που είχε ποτέ.
Το πραγματικό «σκάνδαλο» σε αυτήν την ιστορία είναι η διαρθρωτική αδυναμία που εξακολουθεί να έχει η χώρα μας στη σύλληψη της φοροδιαφυγής. Το είδαμε και τώρα με την ανικανότητα του ΣΔΟΕ να συλλέξει έσοδα από όλες τις λίστες που κυκλοφορούν. Ακόμα και από τις εγχώριες και πρόσφατες και νόμιμες λίστες όπως αυτή της Τράπεζας της Ελλάδος. Και το πρόβλημα δεν θα λυθεί ούτε με αναθέματα, ούτε με διώξεις, ούτε με κυνήγι μαγισσών και πολύ περισσότερο ούτε με εξιλαστήριο θύμα εμένα που έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου .
Έρχομαι τώρα στην κατηγορία για τη νόθευση. Ερώτημα: με ποια κοινή λογική θα αφαιρούσα εγώ 3 ονόματα συγγενικών μου προσώπων, όταν:
Εάν τα άφηνα μέσα στη λίστα, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα είχαν ποτέ ελεγχθεί, δεδομένων και των ποσών που είχαν οι λογαριασμοί αυτοί, από τους χαμηλότερους στη λίστα.
Όταν εκ των υστέρων ανακαλύπτουμε ότι το ένα από τα τρία αυτά πρόσωπα – που δεν έχει καν το δικό μου επίθετο – είχε έναν λογαριασμό με μηδενικό υπόλοιπο και μηδενικές κινήσεις! Μηδέν! Γιατί να αφαιρέσω έναν μηδενικό και κλειστό λογαριασμό!;
Όταν εγώ τουλάχιστον γνώριζα πολύ καλά ότι τα αυθεντικά στοιχεία ήταν στη Γαλλία και μπορούσαν να ζητηθούν και πάλι ανά πάσα στιγμή και να διαπιστωθεί εάν είχαν αφαιρεθεί ονόματα.
Και αν εν πάσει περιπτώσει ήθελα να διαπράξω τέτοια ατιμία, είναι δυνατόν να αφαιρούσα μόνο τα 3 ονόματα των συγγενών μου σαν να επιδιώκω να ενοχοποιηθώ; Δεν θα ήταν πιο λογικό να αφαιρούσα όχι 3, αλλά 10, 20 ή 100 ονόματα για να θολώσω τα νερά και να μην στραφούν σε εμένα οι υποψίες;
Η ιστορία ότι εγώ αφαίρεσα τα ονόματα δεν στέκει στην κοινή λογική. Ας δούμε όμως λίγο προσεκτικά και τα στοιχεία που επικαλείται το πόρισμα, και ειδικά την πραγματογνωμοσύνη της Ελληνικής Αστυνομίας.
Το πρώτο, και πιο βασικό, είναι το εξής: το usb το οποίο συγκρίνεται με το νέο CD που ήρθε από τη Γαλλία τον Δεκέμβρη του 2012 και από το οποίο προκύπτει ότι λείπουν τα 3 ονόματα των συγγενών μου, δεν είναι το usb που εγώ έδωσα στον κ. Διώτη! Το λέει η πραγματογνωμοσύνη, το παραδέχεται και ο κ. Διώτης. Είναι ένα άλλο usb! Να το ξαναπώ; Όλη η προσπάθεια ενοχοποίησής μου βασίζεται σε ένα ΑΛΛΟ usb και όχι σε αυτό που έδωσα εγώ!
Με λίγα λόγια, το πόρισμα ισχυρίζεται ότι νόθευσα ένα usb που δεν υπάρχει. Και η σε βάρος κατηγορία μου διατυπώνεται με βάση ένα άλλο usb που κατασκευάστηκε κύριος οίδε από ποιόν και σε ποιούς ακριβείς χρόνους. Αλλά για όνομα του Θεού: είναι δυνατόν ποτέ να κατηγορούμε κάποιον για πλαστογραφία χωρίς να του επιδεικνύουμε το πλαστό έγγραφο;
Είναι ποτέ δυνατόν να λέμε σε κάποιον ότι είναι πλαστογράφος, επειδή του επιδεικνύουμε ένα άλλο έγγραφο που έφτιαξε κάποιος άλλος, ισχυριζόμενος ότι είναι αντίγραφο εκείνου του εγγράφου που του παρέδωσε ο φερόμενος ως πλαστογράφος; Ενώ παράλληλα αυτός που εμφανίζει το αντίγραφο, ο οποίος σημειωτέον έχει αποδειχθεί ότι έκανε και άλλα αντίγραφα, διαβεβαιώνει ότι για άγνωστους και ακατανόητους λόγους ο ίδιος κατέστρεψε το έγγραφο που του έδωσε ο φερόμενος ως πλαστογράφος, ζητώντας μάλιστα βοήθεια για την καταστροφή από μία συνεργάτιδά του, η οποία αρνείται ότι του παρέσχε αυτήν την αρωγή; Και τολμούν όλα αυτά να τα φέρουν υπό την κρίση σας; Μα είναι σοβαρά πράγματα αυτά;
Επειδή λοιπόν δεν υπάρχουν στοιχεία που να στηρίζουν την κατηγορία της νόθευσης εναντίον μου, το πόρισμα κάνει μία αγωνιώδη προσπάθεια να στοιχειοθετήσει την ενοχή μου με εικασίες του είδους «είχε τη δυνατότητα και το κίνητρο, άρα το έκανε »!
Για παράδειγμα: επικαλούνται ότι κάποιος χρήστης με κωδικό όνομα Windows User, που άνοιξε διάφορα αρχεία σε συγκεκριμένες ημερομηνίες – και μετά από τότε που παρέδωσα τα στοιχεία στον κ. Διώτη, είμαι υποτίθεται εγώ, ενώ το κωδικό όνομα Windows User είναι ένα σύνηθες «ανώνυμο» κωδικό όνομα που θα βρείτε σε εκατοντάδες χιλιάδες υπολογιστές. Τέτοια αυθαιρεσία στα συμπεράσματα!
Τι άλλο λέει το πόρισμα; Ότι παρέδωσα τα στοιχεία στον κ. Διώτη τον Ιούλιο του 2011, αφότου είχα αποχωρήσει από το Υπουργείο Οικονομικών. Ποιος όμως επιβεβαιώνει ότι παρέδωσα τα στοιχεία τον Ιούνιο του 2011 πριν αποχωρήσω από το Υπουργείο Οικονομικών.; Ο ίδιος ο κ. Διώτης, 3 φορές. Τον περασμένο Οκτώβριο στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας. O κ. Διώτης πάλι στο υπόμνημά του στον εισαγγελέα τον Οκτώβριο, αλλά και στην πρώτη του εμφάνιση ενώπιον της Προανακριτικής. Και ξαφνικά, όταν ξανακλήθηκε να καταθέσει, στην 4η κατάθεσή του άλλαξε την ημερομηνία – από Ιούνιο, την έκανε Ιούλιο. Γιατί την άλλαξε;
Ο κ. Διώτης άλλαξε την κατάθεσή του γιατί είχε πλέον αποκαλυφθεί από την πραγματογνωμοσύνη ότι σε αντίθεση με τα όσα είχε πει μέχρι τότε, είχαν γίνει πολλαπλά αντίγραφα του usb, είχε καταστραφεί αυτό που έδωσα εγώ, και προφανώς τα στικάκια κυκλοφορούσαν ευρέως – εντός του ΣΔΟΕ και πιθανότατα και εκτός, με μεγάλες δυνατότητες αλλοίωσης από πολλά πρόσωπα, όχι απαραίτητα από τον ίδιο. Έτσι προσπάθησε να περιορίσει την περίοδο της ανάμειξής του – από δύο μήνες (Ιούνιο που παρέλαβε από εμένα το usb που του έδωσα έως Αύγουστο που παρέδωσε στον κ. Βενιζέλο κάποιο άλλο usb) – σε δύο ημέρες!
Εύλογη απορία: πώς είναι δυνατόν από τα λεγόμενα του κ. Διώτη που πιάστηκε επανειλημμένα να μην έχει πει την αλήθεια και με τόσες ανασκευές στις καταθέσεις του να επιλέγεται η 4η εκδοχή του ως προς το πότε παρέλαβε εκ μέρους μου τα στοιχεία; Είναι πραγματικά εντυπωσιακό! Απάντηση: γιατί αυτό βόλευε το στόχο της δικής μου ενοχοποίησης. Και γιατί διαφορετικά θα κατέρρεε η ταύτισή μου με το κωδικό όνομα “Windows User” καθώς υπάρχουν ευρήματα με αυτό το όνομα και μετά τον Ιούνιο του 2011 που εγώ παρέδωσα το usb.
Να συνοψίσω: είναι προφανές ότι η όλη ανάγνωση της πραγματογνωμοσύνης στο πόρισμα γίνεται με ένα και μόνο σκεπτικό: μα αφού έχουμε μία ωραία θεωρία ότι την αλλοίωση την έκανε ο Παπακωνσταντίνου, γιατί να αφήσουμε πραγματικά γεγονότα που την καταρρίπτουν να μπουν στη μέση;
Υπάρχει όμως και ένα στοιχείο που βγάζει κυριολεκτικά μάτι και το οποίο η Επιτροπή αντιπαρήλθε με μεγάλη ευκολία. Σύμφωνα με την πραγματογνωμοσύνη, στον υπολογιστή του Ειδικού Γραμματέα του ΣΔΟΕ που εξετάστηκε βρέθηκαν ίχνη τριών φακέλων με τις επωνυμίες: «Greece», «Greece – αντίγραφο», «Greece – Final», που περιείχαν αρχεία της λίστας. Αλλά τι θα πεί «Greece – final» (τελικό); Όλοι ξέρουμε ότι αρχεία με την ονομασία final δημιουργούν οι χρήστες όταν επεξεργάζονται κάποια αρχεία και σώζουν με αυτόν τον τίτλο την τελική επιθυμητή μορφή και περιεχόμενο.
Ποιος και για ποιο λόγο ασχολήθηκε και τι είδους μεταβολές επέφερε στα αρχεία ώστε να κρατήσει το προϊόν της επεξεργασίας του σε αρχείο «Greece – final»; Ποιος έπαιζε και άλλαζε τις λίστες στον υπολογιστή του κ. Διώτη; Αν όχι ο κ. Διώτης (που επανειλημμένα διαβεβαίωσε την Επιτροπή για την έλλειψη ικανότητάς του για τον χειρισμό υπολογιστών), τότε ποιός άλλος; Ένα πράγμα είναι σίγουρο: δεν ήμουν εγώ.
Αυτό είναι ένα εξαιρετικά σοβαρό στοιχείο που παραπέμπει ευθέως σε αλλοίωση –αυταπόδεικτα όχι από εμένα. Και η Επιτροπή το αντιπαρέρχεται και αυτό. Όπως και το γεγονός ότι υπάρχει και 3ο usb με αρχεία της λίστας που μπήκε και βγήκε από τον υπολογιστή του κ. Διώτη μετά την ημερομηνία που αυτός ισχυρίζεται ότι παρέδωσε τα αρχεία στον κ. Βενιζέλο.
Και επειδή λοιπόν με όλα αυτά, ούτε τραβώντας τα από τα μαλλιά, δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί αδίκημα εκ μέρους μου, η Επιτροπή έψαξε για κίνητρο σε φοροδιαφυγή των συγγενών μου. Και ένας σημαντικός αριθμός υπαλλήλων του ΣΔΟΕ επί 6 σχεδόν μήνες τους έψαξε, όπως δεν έχει ψαχτεί ποτέ κανένας Έλληνας φορολογούμενος στο παρελθόν. Δεν ξέρω αν το έχετε συνειδητοποιήσει: από τα πάνω από 2000 ονόματα στη λίστα, με δεκάδες ή και εκατοντάδες εκατομμύρια καταθέσεις, οι μόνοι που έχουν ψαχτεί μέχρι σήμερα είναι οι συγγενείς μου – και μάλιστα όχι για τα χρήματα που είχαν έξω αλλά για το περιεχόμενο των Ελληνικών λογαριασμών τους. Και με την προσθήκη και 4ου συγγενή μου που δεν ήταν καν στη λίστα.
Όταν άλλαζα το νόμο το 2010 ώστε να μπορεί το ΣΔΟΕ να ανοίγει τραπεζικούς λογαριασμούς και όταν διαπιστώσει αμφισβητούμενη αύξηση περιουσίας να πρέπει ο φορολογούμενος να αποδείξει από που προήλθε, δεν μπορούσα να φανταστώ σε τι κατάχρηση εξουσίας από το ΣΔΟΕ κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει. Γιατί τι άλλο είναι ένας έλεγχος που πάει πίσω 17 (!) χρόνια, όπου αθροίζεται αυθαίρετα κάθε κατάθεση σε κάθε λογαριασμό (πχ το 1997!), ακόμα και 100 Ευρώ, και η διαφορά που προκύπτει από το εισόδημα που δηλώθηκε αποκαλείται «αποκρυβέν εισόδημα»; Και δίνεται στον φορολογούμενο μία προθεσμία μερικών ημερών μόνο για να ανατρέξει και να δικαιολογήσει τραπεζικές κινήσεις 17 ετών; Και όταν προσκομίζει στοιχεία, του λένε «α, δεν γίνεται τώρα, το κλείσαμε το πόρισμα!» Γιατί αυτό ακριβώς συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση – και το λέει και η έκθεση του ΣΔΟΕ αυτό.
Ο καθένας μας κρίνεται αυτοτελώς για τις πράξεις του. Ούτε οι συγγενείς μου μού ζήτησαν να αφαιρέσω τα ονόματά τους από τη λίστα, ούτε εγώ το έκανα. Εάν έχει υπάρξει φοροδιαφυγή προφανώς και πρέπει να γίνουν τα δέοντα. Αλλά όταν αυτό αποδειχτεί πράγματι – και αυτό θα το κρίνουν τα δικαστήρια. Όχι αυτοί που έσπευσαν να δημοσιοποιήσουν – με ένα σωρό ανακρίβειες – ένα προβληματικό πόρισμα του ΣΔΟΕ πριν καν ολοκληρωθεί με στόχο να επηρεαστεί η κοινή γνώμη Όχι απλώς και μόνο για να μπορέσουμε να μετατρέψουμε τις κατηγορίες εναντίον μου σε κακουργηματικές, με τους συγγενείς μου ως «παράπλευρη απώλεια».
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές
Στο θέμα της αλλοίωσης της λίστας υπάρχει ένα βασικό και εύλογο ερώτημα: αν όχι εγώ, ποιος; Ποιος άλλος μπορούσε να το έχει κάνει και είχε και κίνητρο να το κάνει;
Απάντηση: πολλοί, και σε πολλές διαφορετικές στιγμές της διαδρομής της λίστας αφότου έφυγε από τα χέρια μου. Στο ΣΔΟΕ. Ή έξω από αυτό. Με, ή χωρίς, πολιτική παρέμβαση.
Από την πραγματογνωμοσύνη και από τις καταθέσεις είναι απολύτως σαφές ότι τα ονόματα μπορούν να έχουν αφαιρεθεί σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο μέχρι τη στιγμή που τον Δεκέμβριο του 2012 γίνεται η σύγκριση με το νέο CD από τη Γαλλία. Τεχνική και επιχειρησιακή δυνατότητα είχαν πολλοί σε όλη αυτή την περίοδο.
Και εν πάσει περιπτώσει να ρωτήσω κάτι: υπάρχει πραγματικά κάποιος που να αμφιβάλει ότι υπάρχουν άνθρωποι ικανοί να στήσουν μία παρόμοια ιστορία – είτε στο ΣΔΟΕ, είτε έξω από αυτό;
Τι είναι για παράδειγμα αυτά τα ανοίγματα αρχείων της λίστας που διαπιστώνουν οι εμπειρογνωμοσύνες με κωδικό χρήστη του ΣΔΟΕ στις 2 Οκτωβρίου του 2012; Την ημέρα παράδοσης του USB από τον κ. Βενιζέλο, ενώ ο ΕΓ του ΣΔΟΕ, κ. Στασινόπουλος, τη μαρτυρία του οποίου δεν έχω κανένα λόγο να αμφισβητήσω, διαβεβαιώνει ότι δεν άνοιξε ο ίδιος τη λίστα;
Και είναι πραγματικά απορίας άξιον γιατί ζητήματα σαν κι αυτό δεν απασχόλησαν την Προανακριτική. Κανείς δεν αναρωτήθηκε: πώς και γιατί ξεκίνησαν από το πουθενά τα πρώτα δημοσιεύματα για τη «λίστα Λαγκάρντ» τον Σεπτέμβριο του 2012; Γιατί ξαφνικά ξεκίνησε μία συζήτηση περί αλλοίωσης και της ανάγκης να ξαναζητήσουμε τα στοιχεία από τη Γαλλία; Πώς μας ήλθε ξαφνικά να αναρωτιόμαστε πολύ νωρίς, αν η λίστα είναι αλλοιωμένη; Γιατί ακριβώς εκείνη τη στιγμή κάποιος φροντίζει να δοθεί στον δημοσιογράφο κ. Βαξεβάνη μία λίστα από την οποία λείπουν τα τρία επίμαχα ονόματα ώστε να δημοσιευτεί;
Μία λίστα που συνοδεύεται και από μία ανώνυμη επιστολή την οποία ο δημοσιογράφος κατέθεσε στην Προανακριτική. Και η οποία λέει μεταξύ άλλων: «Η επονομαζόμενη λίστα Λαγκάρντ περιήλθε στα χέρια μου από πολιτικά πρόσωπα…. Ήδη κυκλοφορούν διάφορες ‘πειραγμένες’ λίστες με ονόματα ανθρώπων, πολιτικών, επιχειρηματιών ή απλώς εύπορων ελλήνων, με σκοπό τη σπίλωσή τους, την πρόκληση εντυπώσεων, αλλά και την πολιτική αποσταθεροποίηση». Αυτά λέει η επιστολή που κατέθεσε ο κ. Βαξεβάνης.
Και το κίνητρο που είχαν άλλοι για την αφαίρεση των ονομάτων; Δεν μπορώ να το ξέρω με βεβαιότητα, και δεν συνηθίζω να εκτοξεύω κατηγορίες χωρίς να μπορώ να τις στοιχειοθετήσω – αυτό δηλαδή που έκαναν τόσοι πολλοί εναντίον μου όλους αυτούς τους μήνες. Αλλά και μόνο από τη λυσσαλέα – σε επίπεδο εμμονής – επίθεση εναντίον μου από ορισμένα μέσα είναι απολύτως προφανές ότι ενόχλησα πολλούς επιχειρηματικά και πολιτικά, και πολλοί θα ήθελαν την πολιτική μου εξόντωση. Όπως είμαι σίγουρος ότι ενόχλησα μηχανισμούς στο ΣΔΟΕ την ησυχία των οποίων τάραξα.
Και δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι η αλλοίωση ήρθε ως μάννα εξ ουρανού σε μία πολύ συγκεκριμένη στιγμή, όταν αλλού επικεντρωνόταν η κύρια κριτική για τον χειρισμό της λίστας. Δίνοντας έτσι μία εξαιρετική διέξοδο με τη συγκρότηση σε χρόνο μηδέν – ανοίγοντας τη Βουλή μέσα στα Χριστούγεννα! – μίας προανακριτικής για τη διερεύνηση αποκλειστικά και μόνο δικών μου ευθυνών. Κανενός άλλου.
Να ξεκαθαρίσουμε λοιπόν γιατί ακριβώς σας ζητούν να με παραπέμψετε στο Ειδικό Δικαστήριο: Μήπως επειδή δεν πρωτοκόλλησα ένα ηλεκτρονικό αρχείο με παράνομα στοιχεία από το εξωτερικό; Ή μήπως δήθεν δεν ζήτησα να ερευνηθεί η λίστα από το ΣΔΟΕ; Το οποίο ΣΔΟΕ σταμάτησε να ερευνά όταν έπαψα να είμαι υπουργός; Ή μήπως επειδή από το usb που ο κ. Βενιζέλος παρέδωσε στο Μέγαρο Μαξίμου – να το ξαναπώ: όχι από αυτό που παρέδωσα εγώ! – λείπουν τρία ονόματα συγγενών μου; Αυτή είναι η ουσία της υπόθεσης εναντίον μου;
Ε, όχι Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές. Δεν είναι στην πραγματικότητα αυτός ο λόγος που είμαι εδώ σήμερα. Δεν πληρώνω λάθος χειρισμούς για cd και στικάκια. Αρκετά με την υποκρισία. Στοχοποιούμαι γιατί υπήρξα ο Υπουργός Οικονομικών που έβαλε τη χώρα στο Μνημόνιο. Το Μνημόνιο το οποίο «πολλοί εμίσησαν» αλλά σήμερα το υπηρετούν. Πριν τρία χρόνια κάποιοι πήραμε την ευθύνη να μείνει η χώρα όρθια. Χωρίς να υπολογίσουμε το πολιτικό και προσωπικό κόστος. Και σήμερα, τρία χρόνια μετά, σήμερα που βρισκόμαστε 2 μνημόνια μετά και λαμβάνονται κι άλλα μέτρα, βολεύει πολύ κάποιος να πληρώσει για το πρώτο μνημόνιο.
Γιατί ορισμένοι νομίζουν ότι αν προσφέρουν στην κοινωνία το θέαμα μιας ανθρωποθυσίας, θα ανακουφιστεί η πίεση σε αυτούς, για όλα όσα οι πολίτες υφίστανται. Θα έχει βρεθεί ο αποδιοπομπαίος τράγος από την κυβέρνηση Παπανδρέου,, για να επικεντρωθεί εκεί το ανάθεμα για όλα τα δεινά του τόπου. Να μην ασχοληθούμε με τους “πριν”, να μην ασχοληθούμε με τους “μετά”.
Όπως κάνουν, συνειδητά και στοχευμένα, και πολλά μέσα ενημέρωσης, όπως το «Πρώτο Θέμα» του υπόδικου για φοροδιαφυγή και ξέπλυμα εκδότη, που έφτασε στο σημείο να δημοσιεύει το περιεχόμενο του πορίσματος της Προανακριτικής, με τίτλο «Ισόβια για τον Παπακωνσταντίνου» προτού καν αυτό ανακοινωθεί επίσημα.
Όμως αυτή η εναντίον μου λυσσαλέα προσπάθεια έχει κοντά ποδάρια. Ο κόσμος ξέρει ποιοι είναι λαμόγια και ποιοι δεν είναι. Και είναι σε όλους σας γνωστό ότι εγώ δεν έκανα περιουσία με την πολιτική. Σήμερα, έχω μόνο χρέη. Ούτε offshore είχα ή έχω, ούτε λογαριασμούς στην Ελβετία.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές
Αυτή είναι χωρίς αμφιβολία η τελευταία μου τοποθέτηση από αυτό εδώ το βήμα. Και πριν τη σημερινή συζήτηση, πολλοί μου είπαν «δεν έχει σημασία τι θα πεις στη Βουλή. Το έχουν αποφασίσει να σε παραπέμψουν. Άδικα τα λόγια σου».
Εγώ δεν θέλω να το πιστέψω αυτό. Δεν θέλω να πιστέψω ότι σε παρόμοια ζητήματα όπου κρίνεται το μέλλον και η ελευθερία ενός ανθρώπου, το μικροπολιτικό συμφέρον υπερισχύει της προσωπικής αντίληψης κάθε βουλευτή για τα πραγματικά γεγονότα και της αίσθησης του δικαίου.
Με πολλούς από εσάς, έχουμε βρεθεί απέναντι σε πολλά πράγματα τα τελευταία χρόνια. Συγκρουστήκαμε, διαφωνήσαμε, ανταλλάξαμε σκληρά λόγια. Δεν αμφιβάλλω ότι ο καθένας από την πλευρά του προσπαθούσε να κάνει το σωστό, όπως το αντιλαμβανόταν. Και ελπίζω να αντιλαμβάνονται περισσότεροι σήμερα ότι η τότε κυβέρνηση που υπηρέτησα δεν είχε σε όλα άδικο. Γιατί πολλοί από εσάς, βρεθήκατε και βρίσκεστε σήμερα στην ίδια δύσκολη θέση, στα ίδια ηθικά και υπαρξιακά διλήμματα που βρεθήκαμε εμείς τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ το προηγούμενο διάστημα.
Ναι, για όλα τα δεινά της χώρας, δεν φταίω εγώ. Δεν είναι μόνο ότι είναι άδικο να γίνεται προσπάθεια να ξεπλυθούν τα αμαρτήματα πολλών κυβερνήσεων, και των δύο κομμάτων, στην πλάτη μου. Είναι κάτι παραπάνω: είναι ανέντιμο.
Δεν επικαλούμαι τη διαδρομή την οποία έχουμε κάνει μαζί με πολλούς βουλευτές σε αυτή την αίθουσα με τους οποίους ήμασταν κάποτε στον ίδιο πολιτικό χώρο που τόσο άγαρμπα βιάστηκε να με αποκηρύξει. Όλα όσα έχουμε περάσει για να είναι η χώρα εδώ. Επικαλούμαι όμως το γεγονός ότι με ξέρετε. Και ότι αντιλαμβάνεστε πως εδώ έχουμε μία εξόφθαλμη προσπάθεια κατασκευής ενοχής χωρίς στοιχεία. Απλά και μόνο γιατί βολεύει κάποιους πολιτικά.
Απευθύνομαι και στους βουλευτές των κομμάτων της αριστεράς. Όλων των κομμάτων, όλων των αποχρώσεων. Και τους ρωτώ: από πότε η αριστερά συνυπογράφει σε μια πρωτοφανή προσπάθεια εύρεσης εξιλαστήριου θύματος για όλα τα δεινά της χώρας; Σε μία προφανώς στημένη ιστορία; Από πότε εγκατέλειψε το σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα; Από πότε σύρεται πίσω από εξόφθαλμες μικροκομματικές κυβερνητικές σκοπιμότητες;
Κυρίες και κύριοι βουλευτές. Το μόνο που ζητώ είναι να αποφασίσετε με βάση τα πραγματικά στοιχεία και την αίσθηση του δικαίου.
http://www.gpapak.gr/
Τις κατηγορίες αυτές τις αρνούμαι απόλυτα και κατηγορηματικά. Ούτε απιστία έχω διαπράξει, ούτε νόθευση εγγράφου, ούτε παράβαση καθήκοντος.
Σας προτείνουν να συστήσετε Ειδικό Δικαστήριο. Για πρώτη φορά από την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου το 1989.
Για το θέμα αυτό. Τη «λίστα Λαγκάρντ». Όχι για άλλα μύρια όσα έχουν συμβεί στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες. Όχι για όλα τα πραγματικά, τα μεγάλα σκάνδαλα, που έχουν κοστίσει δις στη χώρα. Όχι για τα σκάνδαλα από τα οποία πολιτικοί πλούτισαν.
Αλλά για μία ιστορία μη πρωτοκόλλησης μίας παράνομης λίστας που εγώ έφερα στη χώρα για αξιοποίηση, και αφαίρεσης τριών ονομάτων συγγενών μου που δεν έκανα. Μια υπόθεση από την οποία ούτε εγώ έχω αποκομίσει οποιοδήποτε οικονομικό όφελος, ούτε έχει ζημιωθεί το Δημόσιο.
Η ιστορία λοιπόν επαναλαμβάνεται, μετά από 25 χρόνια. Μόνο που αυτή τη φορά επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Γιατί τι άλλο εκτός από φάρσα – φαρσοκωμωδία – είναι αυτό που έχει εκτυλιχθεί έξι μήνες τώρα;
Δεν μιλώ για τους ατέρμονες καβγάδες ανάμεσα στα μέλη της Προανακριτικής που μονοπώλησαν το ενδιαφέρον των ΜΜΕ, χωρίς να κάνουν σοφότερους τους πολίτες ως προς την ουσία της υπόθεσης. Αντίθετα, ευτελίζοντας και συσκοτίζοντας το θέμα.
Μιλώ για την απόλυτα προσχηματική διαδικασία, την προκατάληψη, το προκατασκευασμένο πόρισμα, τις προειλημμένες αποφάσεις.
Ο Πρόεδρος της Προανακριτικής Επιτροπής είχε πει στην έναρξη της διαδικασίας απευθυνόμενος στα μέλη: «Ραδιόφωνο, τηλεόραση, εφημερίδες, παρακαλώ πάρα πολύ να αποφύγουμε. Δεν πρέπει [...] να εκφέρουμε κρίσεις και περιεχόμενο καταθέσεων ή οτιδήποτε άλλο. Εννοείται ότι θα τηρήσουμε τη μυστικότητα η οποία επιβάλλεται [...] από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι διατάξεις του οποίου και εφαρμόζονται.»
Ακολούθησαν πάνω από 100 εμφανίσεις μελών της Επιτροπής στα ΜΜΕ – με τον Πρόεδρό της πρώτο. Εμφανίσεις όπου έγιναν συγκεκριμένες κρίσεις για την υπόθεση. Που προκαταλαμβάνουν ενοχή. Που τινάζουν στον αέρα κάθε πρόσχημα αδιάβλητης, αντικειμενικής διαδικασίας διερεύνησης της αλήθειας.
Κρίσεις που δεν αρμόζουν σε «οιονεί εισαγγελείς», όπως είναι υποτίθεται τα μέλη μίας παρόμοιας επιτροπής. Που παραβιάζουν κάθε δικονομικό κανόνα. Κρίσεις που βέβαια βρίσκει κανείς αφειδώς και στην ίδια τη δικογραφία, και έχουν διατυπωθεί από διαφορετικά μέλη της Επιτροπής. Σταχυολογώ μερικές ενδεικτικές από τα πρακτικά:
«Θα πάει ο Παπακωνσταντίνου για ένα πλημμέλημα και θα γελάει το σύμπαν».
«Δεν θα γλυτώσει κανένας τη χλεύη, αν αυτή η Επιτροπή δεν καταλήξει τουλάχιστον σ’ αυτή την πρόταση που έχει κάνει η Βουλή».
Κρίσεις σαν κι αυτές υπάρχουν πολλές στη δικογραφία – και δεν την έχω διαβάσει ακόμα όλη. Αντίστοιχος ήταν και ο χειρισμός των μαρτύρων. Εκεί μέλη της Επιτροπής – ευτυχώς όχι όλα – άσκησαν συστηματικά πρακτικές εκφοβισμού, ψυχολογικής βίας και απειλών. Για να πουν οι μάρτυρες αυτά που ήθελε η Επιτροπή, όχι αυτά που πραγματικά συνέβησαν. Με απαξιωτικές και ειρωνικές αναφορές σε ανθρώπους, που το μόνο που έκαναν ήταν να έχουν διατελέσει συνεργάτες μου.
Με απαράδεκτα ερωτήματα του τύπου: «σε ποιο κόμμα ανήκετε;» -έλεγχος πολιτικών φρονημάτων από μέλη της Βουλής! Με μέλη της Επιτροπής να εγκαλούν υψηλόβαθμους δημόσιους λειτουργούς που τόλμησαν να δώσουν καταθέσεις που στηρίζουν τα λεγόμενα και τους ισχυρισμούς μου. Ένας και μόνος χαρακτηρισμός αρμόζει στον τρόπο που χειρίστηκε τους μάρτυρες η Επιτροπή: ντροπή.
Όταν ήρθε η στιγμή να κληθώ να δώσω εξηγήσεις, η Επιτροπή προκλητικά μου στέρησε τον ελάχιστο αναγκαίο χρόνο, για να μελετήσω τη δικογραφία.
Μέγεθος δικογραφίας: 20.000 σελίδες. Και γι αυτές μου δόθηκαν αρχικά 7 ημέρες προθεσμία και ύστερα από τις διαμαρτυρίες μου, μου παραχωρήθηκαν άλλες 10 ημέρες. Δηλαδή χρόνος επεξεργασίας: περίπου 1.300 σελίδες την ημέρα! Κανονικός εμπαιγμός, όπως δήλωσα και στην ίδια την Επιτροπή. Για την ενημέρωσή σας, προσθέτω ότι ούτε αυτή τη στιγμή που είμαστε εδώ μου έχει παραδοθεί όλη η δικογραφία.
Κατά διαβολική σύμπτωση, μου επισημάνθηκε ότι για αντίστοιχων σελίδων δικογραφία οι Τουρκικές Αρχές είχαν παράσχει στον Οτσαλάν 17ήμερη προθεσμία. Περιττό να υπενθυμίσω ότι γι αυτήν την παραβίαση η Τουρκία καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Αυτή υπήρξε λοιπόν η σοβαρότητα της Προανακριτικής. Αυτός ήταν ο σεβασμός στα ελάχιστα – στα προφανή – δικαιώματά μου, δικαιώματα του κάθε εγκαλούμενου, που κατοχυρώνουν όλες οι Ευρωπαϊκές Συνθήκες αλλά και η ελληνική νομοθεσία.
Στη συνέχεια, ήρθε το πόρισμα – για να αποδείξει πέραν κάθε αμφιβολίας πόσο προσχηματική είναι όλη η διαδικασία. Ένα πόρισμα που κάνει επιλεκτική και ακραία μεροληπτική χρήση στοιχείων και μαρτυριών, ενώ παραβλέπει μαρτυρίες και απλώς αγνοεί αντικειμενικά και αδιαμφισβήτητα στοιχεία. Μνημονεύεται μόνο ό,τι βολεύει στην κατασκευή της ενοχής μου – με απολύτως αστήρικτη και αυθαίρετη εξαγωγή συμπερασμάτων. Ό,τι δεν βολεύει, απλώς δεν αναφέρεται, λογοκρίνεται, δεν τίθεται καν στην κρίση σας, υπόψη σας με ουδετερότητα ως πληροφορία.
Ο πλήρης ευτελισμός της διαδικασίας όμως βρίσκεται αλλού. Βρίσκεται στο απίστευτο γεγονός ότι από τους 7 βουλευτές που υπογράφουν το πόρισμα της πλειοψηφίας, οι 2 δεν μετείχαν καν των εργασιών της Επιτροπής! Ναι, καλά ακούσατε. Το πόρισμα υπογράφουν 2 βουλευτές που συμμετείχαν μόνο στην τελευταία συνεδρίαση της Επιτροπής, όταν αντικατέστησαν τα μέλη που υπουργοποιήθηκαν στον πρόσφατο ανασχηματισμό. Δεν έχουν εξετάσει μάρτυρες. Δεν έχουν μετάσχει στη συζήτηση. Τι ακριβώς πρόλαβαν να διαβάσουν από τις 20.000 σελίδες της δικογραφίας; Τι γνωρίζουν από την υπόθεση αυτή όπου έβαλαν την υπογραφή τους, για να στείλουν έναν άνθρωπο στο Ειδικό Δικαστήριο; Η Προανακριτική υποτίθεται πως λειτουργεί με βάση την ποινική δικονομία – και αυτοί απλώς πειθάρχησαν σε κομματικά κελεύσματα! Δύσκολα φαντάζεται κανείς μεγαλύτερη διακωμώδηση του θεσμού.
Σε παρόμοιες υποθέσεις όπου κρίνεται η τύχη ενός ανθρώπου, η διαδικασία είναι και ουσία. Είναι ο σεβασμός στο κράτος δικαίου. Στα στοιχειώδη δικαιώματα του εγκαλούμενου – και όχι του «υπό εκτέλεση» όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε σε εμένα σε μία αποστροφή του λόγου του στην Επιτροπή ο κ. Μαρκογιαννάκης. Γλώσσα λανθάνουσα… Ναι, το είπε και αυτό ο κ. Μαρκογιαννάκης, ότι είμαι «υπό εκτέλεση».
Αντί για μία μυστική διαδικασία προανάκρισης με τα μέλη της Προανακριτικής να λειτουργούν ως «οιονεί εισαγγελείς», διεξήχθη μια απόλυτα διαβλητή, μεροληπτική, προκατειλημμένη και δικονομικά άκυρη διαδικασία. Μία διαδικασία που έδειξε περίτρανα ότι είχε προειλημμένη την απόφαση για παραπομπή. Με άλλα λόγια: τον ένοχο τον είχαμε εξαρχής. Έμενε απλώς να βρούμε τι θα του φορτώσουμε.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές
Έρχομαι τώρα στην ουσία και στα συμπεράσματα του πορίσματος.
Κατηγορία πρώτη που μου αποδίδεται: απιστία σε βαθμό κακουργήματος.
Ότι δηλαδή ως ο αρμόδιος Υπουργός Οικονομικών δήθεν δεν αξιοποίησα την περίφημη «λίστα Λαγκάρντ». Δήθεν την έκρυψα. Δήθεν δεν την έδωσα για έλεγχο στις αρμόδιες αρχές. Και εξαιτίας αυτού το Δημόσιο ζημιώθηκε με μεγάλα ποσά που θα είχε ήδη εισπράξει. Εδώ ο παραλογισμός σπάει ρεκόρ. Αν δεν ήθελα να αξιοποιήσω τη λίστα, είχα μια πολύ πιο απλή επιλογή: να μην τη ζητήσω καν από τους Γάλλους. Και η ειρωνεία είναι ότι αν δεν την είχα ζητήσει, δεν θα ήμουν σήμερα εδώ να δίνω εξηγήσεις.
Φυσικά, τίποτα από όλα όσα ισχυρίζεται το πόρισμα δεν τεκμηριώνεται από κανένα στοιχείο της δικογραφίας. Αντιθέτως, οι ισχυρισμοί αυτοί διαψεύδονται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο από τις μαρτυρικές καταθέσεις και τα γεγονότα. Αλλά, βέβαια, αν διαβάσετε το πόρισμα, αυτά τα στοιχεία δεν θα τα μάθετε ποτέ..
Ας πάρουμε για παράδειγμα το περίφημο ζήτημα της μη πρωτοκόλλησης. Βασική μομφή είναι ότι δεν πρωτοκόλλησα τα στοιχεία από τη Γαλλία. Πουθενά όμως στο πόρισμα δεν θα διαβάσετε τα όσα σχετικά είπε ο Πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κ. Φωκίων Γεωργακόπουλος, στην κατάθεση που έδωσε στην Αντιεισαγγελέα Εφετών κα Ράϊκου. Θα σας τα διαβάσω όμως εγώ.
Λέει: «Κατά την τεσσαρακονταετή υπηρεσία μου, ως δημόσιου λειτουργού, δεν υπέπεσε στην αντίληψή μου περίπτωση κατά την οποία να καταχωρίζεται στο πρωτόκολλο οτιδήποτε άλλο πέραν των εγγράφων. Δεν υπάρχει ακόμα πρόβλεψη για την καταχώριση στοιχείων διοικητικών πράξεων ή πληροφοριών που ενσωματώνονται στις σύγχρονες ηλεκτρονικές-τεχνικές μεθόδους, όπως είναι τα CD ή τα usb.»
Αυτή η φράση του δεν υπάρχει στο πόρισμα που έχετε στα χέρια σας. Σας την έχουν αποκρύψει, την άποψη του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Αποφάσισαν όχι μόνο να την αγνοήσουν επί της ουσίας, αλλά και να μην τη θέσουν καν υπόψη σας, προς αξιολόγηση. Θεσμικό ατόπημα ασύλληπτου μεγέθους. Το πόρισμα μιλάει για παράβαση καθήκοντος και απόκρυψη. Η απόκρυψη καταθέσεων και η μη αντικειμενική και πλήρης ενημέρωση του Κοινοβουλίου τι ακριβώς είναι;
Καλά το CD, μήπως όμως έπρεπε να πρωτοκολληθεί το συνοδευτικό έγγραφο των Γάλλων, όπως ισχυρίζεται το πόρισμα; Ποιο όμως έγγραφο; Αυτό που δεν έχουν πρωτοκολλήσει ούτε οι Γάλλοι! Ναι, δεν υπάρχει πρωτόκολλο στη συνοδευτική επιστολή των Γάλλων του 2010! Να πρωτοκολλούσα ένα έγγραφο που δεν απευθύνεται σε μένα και πουθενά δεν περιγράφει καν τι μας στέλνουν; Το έγγραφο που γράφει μόνο «Βρείτε συνημμένα τα αιτηθέντα στοιχεία», χωρίς να αναφέρει καν τι είναι; Πουθενά δεν υπάρχουν στην επιστολή των Γάλλων οι λέξεις «Ελβετία», «ελληνικές καταθέσεις», πόσο μάλλον «τράπεζα HSBC»! Είναι το έγγραφο που μας ζητά να χειριστούμε τα στοιχεία ως «απόρρητα» – και όχι απλά εμπιστευτικά! Ψάξτε στο πόρισμα όσο θέλετε – αυτά δεν θα τα βρείτε. Προφανώς δεν βόλευαν και λογοκρίθηκαν.
Ναι, αλλά – ισχυρίζεται το πόρισμα – η συνοδευτική επιστολή αναφέρει ότι τα στοιχεία μας στέλνονται στο πλαίσιο της συμφωνίας Ελλάδας-Γαλλίας και της Κοινοτικής Οδηγίας. Και αυτό δήθεν αποδεικνύει ότι τα στοιχεία ήρθαν τελικά επίσημα, «πανηγυρικά», όπως μάλιστα αναφέρει το πόρισμα, και μπορούσε να γίνει νόμιμη χρήση. Και την επιστολή αυτή δήθεν την έκρυψα.
Ούτε αυτά ισχύουν. Καταρχήν, το πόρισμα αποσιωπά πλήρως το γεγονός ότι πρώτος εγώ – τον περασμένο Οκτώβριο – είχα αναφερθεί στην κατάθεσή μου στον Οικονομικό Εισαγγελέα και στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής στην ύπαρξη επιστολής «υπογεγραμμένης από αξιωματούχο του Γαλλικού Υπουργείου Οικονομικών». Ήταν η ακριβής μου έκφραση αυτή. Άρα, κάθε άλλο παρά έκρυψα την επιστολή.
Και πράγματι η επιστολή των Γάλλων αναφέρεται στη φορολογική σύμβαση μεταξύ Γαλλίας και Ελλάδας του 1963 και στην Οδηγία 77/799.
Αλλά όποιος διαβάσει αυτά τα δύο κείμενα, αντιλαμβάνεται ότι κανένα από αυτά δεν αφορά στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η διμερής σύμβαση αφορά σε πληροφορίες που έχει κάθε κράτος για συγκεκριμένα πρόσωπα που και τα δύο κράτη έχουν την εξουσία να φορολογήσουν. Η δε Οδηγία αφορά σε πληροφορίες που έχουν κτηθεί από κράτη νομίμως, και όχι από ιδιώτες που υπέκλεπταν. Με λίγα λόγια, και τα δύο κείμενα ρυθμίζουν ζητήματα ροής συγκεκριμένων πληροφοριών που ανταλλάσσουν μεταξύ τους τα κράτη. Αλλά δεν νομιμοποιούν ούτε ρυθμίζουν πληροφορίες που προήλθαν από παράνομες δράσεις φυσικών προσώπων, και την ανταλλαγή πληροφοριών για τραπεζικές καταθέσεις που έχουν κλαπεί από τρίτη χώρα, εκτός ΕΕ, την Ελβετία εν προκειμένω! Και πώς θα ήταν δυνατόν να ρυθμίζουν ένα τέτοιο πράγμα;!
Πόσο δύσκολο είναι να καταλάβει κάποιος ότι σε μια επιστολή χωρίς πρωτόκολλο και χωρίς περιγραφή των διαβιβαζομένων στοιχείων, η επίκληση των κειμένων αυτών έγινε προκειμένου να τηρηθούν τα προσχήματα στη διαβίβαση στοιχείων που όλοι ξέρουν ότι είναι παράνομα; Προκειμένου οι Γάλλοι να μας στείλουν μεν τα στοιχεία, κάνοντας το καθήκον τους προς μία χώρα που ζήτησε βοήθεια, αλλά με τρόπο όμως που να τους εκθέτει όσο γίνεται λιγότερο, που να μη γίνει βούκινο; Γι αυτό εξάλλου ούτε πρωτοκολλούν την επιστολή τους, ούτε περιγράφουν τα στοιχεία που στέλνουν.
Άρα, τα στοιχεία που ήρθαν ήταν παράνομα. Μπορούσαν νομότυπα, νόμιμα να αξιοποιηθούν; Επανέρχομαι στην κατάθεση του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, του κ. Γεωργακόπουλου. Ερωτάται ο κ. Γεωργακόπουλος: «Αν σας έλεγα ότι η λίστα Λαγκάρντ αν και ήρθε στα χέρια των Ελληνικών αρχών χωρίς τη συναίνεση της ελβετικής τράπεζας όπου είχαν κατατεθειμένα τα χρήματά τους οι Έλληνες καταθέτες, όμως ήρθε μέσω του Γαλλικού Υπουργείου Οικονομικών, θα μου λέγατε ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει πρόβλημα για την αξιοποίησή της;»
Απαντά ο Πρόεδρος του ΝΣΚ: «Ήδη από όσα έχω αναφέρει είναι φανερό ότι ένα προϊόν παρανόμου πράξεως, οποιαδήποτε και αν είναι η προέλευσή του, δηλαδή ακόμα και αν προέρχεται από αλλοδαπή δημόσια υπηρεσία, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως θεμέλιο νομίμων πράξεων της διοικήσεως». Αυτά λέει ο Πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Αλλά αυτά φυσικά στο πόρισμα δεν θα τα διαβάσετε πουθενά.
Ούτε βεβαίως θα διαβάσετε πως ο ίδιος ο Πρόεδρος της Προανακριτικής, ο κ. Μαρκογιαννάκης παραδέχτηκε σε συνεδρίαση της Επιτροπής πως τα στοιχεία αυτά είναι παράνομα! «Αυτά είναι υποκλαπέντα» λέει στα πρακτικά. Και όταν μέλος της Επιτροπής τον εγκαλεί και του λέει «Κύριε Πρόεδρε, μην εκτίθεστε», συμπληρώνει «Μα, τι είναι αυτά που λέτε; Τι δημόσια έγγραφα;» Ο Πρόεδρος της Προανακριτικής.
Το πρόβλημα αυτό το είχαν και άλλες χώρες. Στη Γαλλία για παράδειγμα το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο ακύρωσε το 2011 όλους τους φορολογικούς ελέγχους που είχαν βασιστεί στη «λίστα Φαλσιανί», θεωρώντας ότι τα στοιχεία αυτά είναι παράνομα.
Εγώ παρά ταύτα, ανεξάρτητα από την αυστηρή νομική αξιολόγηση του ζητήματος, κατέβαλα προσπάθεια, ώστε να αξιοποιηθούν τα στοιχεία. Η μη πρωτοκόλληση, η μη αναγνώριση δηλαδή επίσημης κατοχής, δεν σήμαινε για εμένα ότι δεν μπορούσαν να αποτελέσουν έναυσμα έρευνας. Ακριβώς αυτό έκανα, λοιπόν, δίνοντας προς έρευνα 20 ονόματα με τις μεγαλύτερες καταθέσεις στον Ειδικό Γραμματέα ΣΔΟΕ, κ. Καπελέρη, και στη συνέχεια όλα τα στοιχεία στον διάδοχό του, κ. Διώτη.
Κατηγορήθηκα για την «επιλεκτική» χρήση 20 ονομάτων μόνο για τον αρχικό έλεγχο. Είχα πει ότι στα ονόματα αυτά αναλογούσαν οι μισές περίπου καταθέσεις της λίστας. Επιβεβαιώθηκα και σε αυτό – ακόμα και τα 10 μόλις ονόματα που ισχυρίζεται ο κ. Καπελέρης πως του έδωσα από τη δικογραφία προκύπτει ότι αναλογούν σε σχεδόν 1 δις Ευρώ, κάτι λιγότερο από το ήμισυ των συνολικών καταθέσεων. Αλλά βέβαια ούτε αυτό θα το βρείτε στο πόρισμα.
Ισχυρίζεται ο κ. Καπελέρης ότι δεν του έδωσα ρητή εντολή ελέγχου. Σαν να χρειάζεται εντολή, για να κάνει τη δουλειά του το ΣΔΟΕ. Όμως, ακόμα και αυτές οι εντολές δόθηκαν, μάλιστα και σε σύσκεψη ενώπιον άλλων. Αλλά και πώς είναι δυνατόν, όταν με τον πρώτο έλεγχο προέκυψε ότι δεν δικαιολογούνται συγκεκριμένες καταθέσεις, το ΣΔΟΕ να μην συνεχίζει την έρευνα; O νυν Ειδικός Γραμματέας του ΣΔΟΕ κ. Στασινόπουλος καταθέτει ρητά ότι και από μόνη της η πληροφορία που έδωσα τότε έπρεπε να αποτελέσει έναυσμα ελέγχου. Γιατί αυτή είναι ακριβώς η δουλειά του ΣΔΟΕ!
Ο κ. Διώτης στον οποίον παρέδωσα όλα τα στοιχεία που είχα παραλάβει από τη Γαλλία αφότου αντικατέστησε τον κ. Καπελέρη παραδέχεται ότι του έδωσα τα στοιχεία, για να γίνει έλεγχος – και το λέει όχι μία φορά, αλλά επανειλημμένα. Του λέει μέλος της Επιτροπής σχετικά με το usb: «Άρα, σας το έδωσε για έλεγχο ο κ. Παπακωνσταντίνου». Απαντά: «Για τι άλλο θα μου το έδινε; Για ενθύμιο»; Πράγματι, για τι άλλο; Και γιατί δεν έγινε έλεγχος μετά την αποχώρησή μου από το Υπουργείο; Και γι αυτό εγώ φταίω;
Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να κατηγορούμαι για απιστία στο πόρισμα της Επιτροπής; Ζήτησα τα στοιχεία αυτά από την ομόλογό μου κα Λαγκάρντ. Φρόντισα να έρθουν στην Ελλάδα. Έκανα συσκέψεις για τον καλύτερο δυνατό χειρισμό. Εγώ τα έδωσα για έλεγχο! Και κανείς άλλος όπως αποδείχθηκε!
Είναι εντυπωσιακό: στο πόρισμα δεν μου αναγνωρίζεται καν ότι εγώ ζήτησα τη στοιχεία από την κα Λαγκάρντ. Παρά το γεγονός ότι το έχει πει και η ίδια σε συνέντευξη! Προφανώς δεν βολεύει αυτό στην εικόνα που θέλει να δημιουργήσει η Επιτροπή. Γιατί βέβαια δεν στέκει λογικά κάποιος αρχικά να ζητάει παρόμοια στοιχεία και στη συνέχεια να μην τα αξιοποιεί, όταν έρχεται στα χέρια του. Αφού θέλουμε λοιπόν να ισχυριστούμε ότι δεν τα αξιοποίησε, ας κάνουμε τον κόσμο να ξεχάσει ότι με δική του πρωτοβουλία ήρθαν στην Ελλάδα!
Ας ξεχάσουμε επίσης και άλλες μαρτυρίες όπως του κ. Σπινέλλη, τέως ΓΓ Πληροφοριακών Συστημάτων, ή του κ. Νικολούδη, αντιεισαγγελέα Αρείου Πάγου και επικεφαλής της Αρχής για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, που καταθέτουν ότι είχαν συζητήσεις μαζί μου για την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των συγκεκριμένων αυτών πληροφοριών. Ή τη σύσκεψη του Ιανουαρίου 2011 με συμμετοχή πολλών στην οποία ζήτησα να πληροφορηθώ για τα ενδεχόμενα – υπαρκτά – νομικά προβλήματα της λίστας και έδωσα εντολές ελέγχου. Πώς ακριβώς έκρυψα τη λίστα; Συζητώντας και αναζητώντας το πώς θα αξιοποιηθεί; Είναι αυτό συμπεριφορά ενός Υπουργού που θέλει να κρύψει τα στοιχεία και να μην τα χρησιμοποιήσει;
Και εν τέλε,ι βλέποντας πως από τότε που έφυγα εγώ από το Υπουργείο έχουν περάσει δύο χρόνια και οι μόνοι στη λίστα που έχουν ελεγχθεί είναι οι συγγενείς μου, διερωτάται κανείς πού στηρίζεται ο ισχυρισμός ότι δήθεν ζημίωσα την Ελλάδα, επειδή δήθεν δεν διέταξα έλεγχο των προσώπων για τις καταθέσεις τους στο εξωτερικό.
Πόσα ακριβώς χρήματα έχουν εισρεύσει στα ταμεία του Δημοσίου μέχρι σήμερα; Όσο ήμουν εγώ Υπουργός Οικονομικών τα στοιχεία υπήρχαν στην Ελλάδα 9 μήνες. Άλλους τόσους μήνες όσο ήταν Υπουργός Οικονομικών ο κ. Βενιζέλος – και άλλους 8 μήνες με τα στοιχεία στην κατοχή του όσο δεν ήταν Υπουργός. Και έχουν περάσει άλλοι 9 μήνες από τότε που ο κ. Βενιζέλος παρέδωσε εκ νέου το USB και είναι ξανά στη διάθεση του ΣΔΟΕ. Πόσα χρήματα έχουν εισπραχθεί με βάση τις καταθέσεις των Ελλήνων που είναι στη «λίστα Λαγκάρντ»;
Έχει γίνει πολύς λόγος για το «χαμένο CD» των Γάλλων. Λυπάμαι πραγματικά που το CD δεν έχει βρεθεί, έχω αναλάβει την πολιτική ευθύνη για αυτό, και έχω ήδη πληρώσει βαρύ τίμημα. Μακάρι να είχε βρεθεί, όπως βρέθηκε και η επιστολή των Γάλλων που αποδεικνύει όσα ισχυριζόμουν. Αν σήμερα υπήρχε το CD, δεν θα άλλαζε η ουσία της υπόθεσης σε σχέση με την αλλοίωση των στοιχείων. Αλλά τα περιθώρια αμφισβήτησης της καλής μου πίστης θα ήταν πολύ μικρότερα. Εμένα έβλαψε το ότι δεν βρέθηκε το CD. Ας θυμηθούμε όμως και την πίεση των γεγονότων της εποχής και ειδικά των ημερών του ανασχηματισμού του Ιουνίου του 2011.
Στο πόρισμα όμως εξυφαίνεται μία ολόκληρη θεωρία ότι το εξαφάνισα επίτηδες, και για να στηριχθεί το συμπέρασμα αυτό χρησιμοποιούνται οι καταθέσεις των μελών της γραμματείας μου, που – υποτίθεται –διαψεύδουν ότι το έδωσα για φύλαξη. Προσέξτε τη μεθόδευση της Επιτροπής. Αντί να ερωτηθεί η γραμματεία μου, αν ποτέ έδωσα εκείνη την εποχή ένα οποιοδήποτε CD για φύλαξη, ώστε ανάλογα να εξειδικευθεί περαιτέρω η ερώτηση τι ήταν αυτό το CD, ερωτώνται «σας έδωσε ποτέ το CD που ήρθε από τη Γαλλία με ονόματα καταθετών ο κ. Παπακωνσταντίνου;». Και η απάντηση είναι προφανώς όχι. Γιατί πολύ απλά, δεν είπα και δεν εγνώριζαν τι περιείχε το χωρίς διακριτικά cd (έτσι ήρθε από τη Γαλλία, χωρίς διακριτικά) που τους έδωσα για φύλαξη. Για άλλη μία φορά, στην Επιτροπή εκμαίευσαν αυτό που ήθελαν, αλλά όχι την αλήθεια.
Ανακεφαλαιώνω: αυτή τη στιγμή καλείστε να παραπέμψετε σε Ειδικό Δικαστήριο εμένα που, όπως και να το κάνουμε, ζήτησα τα στοιχεία, και εξαιτίας μου ήρθαν στην Ελλάδα, εμένα που τα έδωσα για έλεγχο, προκάλεσα συσκέψεις προκειμένου να αξιοποιηθούν, και τα παρέδωσα στον αρμόδιο πριν την αποχώρησή μου.
Και την ίδια στιγμή, αυτός που μαζί με τον κ. Διώτη κυριολεκτικά έθαψαν τα στοιχεία για όλο το μετέπειτα χρονικό διάστημα, επιβραβεύεται και γίνεται αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και Υπουργός Εξωτερικών. Και ξεπερνάμε το γεγονός – ακόμα και αν δεχτούμε πως πίστευε ότι κατείχε αντίγραφο και το ΣΔΟΕ συνέχιζε την έρευνα – πως σε όλους τους μήνες που ήταν Υπουργός δεν έκανε μία – έστω – ερώτηση για την πρόοδο των ερευνών. Έστω μία! Ή μια σύσκεψη για το θέμα αυτό!
Ave Ceasar! Morituri te salutant! Πόσος παραλογισμός μπορεί πια να χωρέσει σε αυτή την υπόθεση;
Και κάτι τελευταίο εδώ, για το τι πρακτικές εγκαινιάζουμε στην πολιτική ζωή της χώρας. Είδα στο πόρισμα κροκοδείλια δάκρυα για τον κίνδυνο ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής του τόπου. Μα αυτό ακριβώς δεν κινδυνεύουμε να κάνουμε εδώ τώρα; Μια πολιτική αντιπαράθεση για το χειρισμό της λίστας να μετατραπεί σε ποινική δίωξη για δήθεν απιστία. Μία κατηγορία που είναι προφανές ότι προστέθηκε την τελευταία στιγμή, επειδή δεν «έβγαινε» στην Επιτροπή η κατηγορία της αλλοίωσης και κάποιοι ανησυχούσαν ότι δεν θα μπορέσουν να μου απαγγείλουν κατηγορίες. Αλλά με αυτήν ανοίγετε και τον ασκό του Αιόλου. Μετατρέπετε σε ποινικό αδίκημα μία πολιτική στάθμιση χειρισμού ενός ευαίσθητου ζητήματος απόρρητων πληροφοριών.
Σε όλη μου την πολιτική διαδρομή αλλά και στη συγκεκριμένη περίπτωση, έπραξα ό,τι είναι δυνατόν για να διαφυλάξω το συλλογικό και το δημόσιο συμφέρον. Κατά τη διάρκεια της 20μηνης θητείας μου και σε μια εποχή πρωτοφανούς πίεσης, πήρα σωρεία πρωτοβουλιών κατά της φοροδιαφυγής – όσες δεν έχει πάρει ποτέ Υπουργός στο παρελθόν. Με αποτέλεσμα να έχει σήμερα η χώρα την πιο δρακόντεια νομοθεσία κατά της φοροδιαφυγής που είχε ποτέ.
Το πραγματικό «σκάνδαλο» σε αυτήν την ιστορία είναι η διαρθρωτική αδυναμία που εξακολουθεί να έχει η χώρα μας στη σύλληψη της φοροδιαφυγής. Το είδαμε και τώρα με την ανικανότητα του ΣΔΟΕ να συλλέξει έσοδα από όλες τις λίστες που κυκλοφορούν. Ακόμα και από τις εγχώριες και πρόσφατες και νόμιμες λίστες όπως αυτή της Τράπεζας της Ελλάδος. Και το πρόβλημα δεν θα λυθεί ούτε με αναθέματα, ούτε με διώξεις, ούτε με κυνήγι μαγισσών και πολύ περισσότερο ούτε με εξιλαστήριο θύμα εμένα που έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου .
Έρχομαι τώρα στην κατηγορία για τη νόθευση. Ερώτημα: με ποια κοινή λογική θα αφαιρούσα εγώ 3 ονόματα συγγενικών μου προσώπων, όταν:
Εάν τα άφηνα μέσα στη λίστα, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα είχαν ποτέ ελεγχθεί, δεδομένων και των ποσών που είχαν οι λογαριασμοί αυτοί, από τους χαμηλότερους στη λίστα.
Όταν εκ των υστέρων ανακαλύπτουμε ότι το ένα από τα τρία αυτά πρόσωπα – που δεν έχει καν το δικό μου επίθετο – είχε έναν λογαριασμό με μηδενικό υπόλοιπο και μηδενικές κινήσεις! Μηδέν! Γιατί να αφαιρέσω έναν μηδενικό και κλειστό λογαριασμό!;
Όταν εγώ τουλάχιστον γνώριζα πολύ καλά ότι τα αυθεντικά στοιχεία ήταν στη Γαλλία και μπορούσαν να ζητηθούν και πάλι ανά πάσα στιγμή και να διαπιστωθεί εάν είχαν αφαιρεθεί ονόματα.
Και αν εν πάσει περιπτώσει ήθελα να διαπράξω τέτοια ατιμία, είναι δυνατόν να αφαιρούσα μόνο τα 3 ονόματα των συγγενών μου σαν να επιδιώκω να ενοχοποιηθώ; Δεν θα ήταν πιο λογικό να αφαιρούσα όχι 3, αλλά 10, 20 ή 100 ονόματα για να θολώσω τα νερά και να μην στραφούν σε εμένα οι υποψίες;
Η ιστορία ότι εγώ αφαίρεσα τα ονόματα δεν στέκει στην κοινή λογική. Ας δούμε όμως λίγο προσεκτικά και τα στοιχεία που επικαλείται το πόρισμα, και ειδικά την πραγματογνωμοσύνη της Ελληνικής Αστυνομίας.
Το πρώτο, και πιο βασικό, είναι το εξής: το usb το οποίο συγκρίνεται με το νέο CD που ήρθε από τη Γαλλία τον Δεκέμβρη του 2012 και από το οποίο προκύπτει ότι λείπουν τα 3 ονόματα των συγγενών μου, δεν είναι το usb που εγώ έδωσα στον κ. Διώτη! Το λέει η πραγματογνωμοσύνη, το παραδέχεται και ο κ. Διώτης. Είναι ένα άλλο usb! Να το ξαναπώ; Όλη η προσπάθεια ενοχοποίησής μου βασίζεται σε ένα ΑΛΛΟ usb και όχι σε αυτό που έδωσα εγώ!
Με λίγα λόγια, το πόρισμα ισχυρίζεται ότι νόθευσα ένα usb που δεν υπάρχει. Και η σε βάρος κατηγορία μου διατυπώνεται με βάση ένα άλλο usb που κατασκευάστηκε κύριος οίδε από ποιόν και σε ποιούς ακριβείς χρόνους. Αλλά για όνομα του Θεού: είναι δυνατόν ποτέ να κατηγορούμε κάποιον για πλαστογραφία χωρίς να του επιδεικνύουμε το πλαστό έγγραφο;
Είναι ποτέ δυνατόν να λέμε σε κάποιον ότι είναι πλαστογράφος, επειδή του επιδεικνύουμε ένα άλλο έγγραφο που έφτιαξε κάποιος άλλος, ισχυριζόμενος ότι είναι αντίγραφο εκείνου του εγγράφου που του παρέδωσε ο φερόμενος ως πλαστογράφος; Ενώ παράλληλα αυτός που εμφανίζει το αντίγραφο, ο οποίος σημειωτέον έχει αποδειχθεί ότι έκανε και άλλα αντίγραφα, διαβεβαιώνει ότι για άγνωστους και ακατανόητους λόγους ο ίδιος κατέστρεψε το έγγραφο που του έδωσε ο φερόμενος ως πλαστογράφος, ζητώντας μάλιστα βοήθεια για την καταστροφή από μία συνεργάτιδά του, η οποία αρνείται ότι του παρέσχε αυτήν την αρωγή; Και τολμούν όλα αυτά να τα φέρουν υπό την κρίση σας; Μα είναι σοβαρά πράγματα αυτά;
Επειδή λοιπόν δεν υπάρχουν στοιχεία που να στηρίζουν την κατηγορία της νόθευσης εναντίον μου, το πόρισμα κάνει μία αγωνιώδη προσπάθεια να στοιχειοθετήσει την ενοχή μου με εικασίες του είδους «είχε τη δυνατότητα και το κίνητρο, άρα το έκανε »!
Για παράδειγμα: επικαλούνται ότι κάποιος χρήστης με κωδικό όνομα Windows User, που άνοιξε διάφορα αρχεία σε συγκεκριμένες ημερομηνίες – και μετά από τότε που παρέδωσα τα στοιχεία στον κ. Διώτη, είμαι υποτίθεται εγώ, ενώ το κωδικό όνομα Windows User είναι ένα σύνηθες «ανώνυμο» κωδικό όνομα που θα βρείτε σε εκατοντάδες χιλιάδες υπολογιστές. Τέτοια αυθαιρεσία στα συμπεράσματα!
Τι άλλο λέει το πόρισμα; Ότι παρέδωσα τα στοιχεία στον κ. Διώτη τον Ιούλιο του 2011, αφότου είχα αποχωρήσει από το Υπουργείο Οικονομικών. Ποιος όμως επιβεβαιώνει ότι παρέδωσα τα στοιχεία τον Ιούνιο του 2011 πριν αποχωρήσω από το Υπουργείο Οικονομικών.; Ο ίδιος ο κ. Διώτης, 3 φορές. Τον περασμένο Οκτώβριο στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας. O κ. Διώτης πάλι στο υπόμνημά του στον εισαγγελέα τον Οκτώβριο, αλλά και στην πρώτη του εμφάνιση ενώπιον της Προανακριτικής. Και ξαφνικά, όταν ξανακλήθηκε να καταθέσει, στην 4η κατάθεσή του άλλαξε την ημερομηνία – από Ιούνιο, την έκανε Ιούλιο. Γιατί την άλλαξε;
Ο κ. Διώτης άλλαξε την κατάθεσή του γιατί είχε πλέον αποκαλυφθεί από την πραγματογνωμοσύνη ότι σε αντίθεση με τα όσα είχε πει μέχρι τότε, είχαν γίνει πολλαπλά αντίγραφα του usb, είχε καταστραφεί αυτό που έδωσα εγώ, και προφανώς τα στικάκια κυκλοφορούσαν ευρέως – εντός του ΣΔΟΕ και πιθανότατα και εκτός, με μεγάλες δυνατότητες αλλοίωσης από πολλά πρόσωπα, όχι απαραίτητα από τον ίδιο. Έτσι προσπάθησε να περιορίσει την περίοδο της ανάμειξής του – από δύο μήνες (Ιούνιο που παρέλαβε από εμένα το usb που του έδωσα έως Αύγουστο που παρέδωσε στον κ. Βενιζέλο κάποιο άλλο usb) – σε δύο ημέρες!
Εύλογη απορία: πώς είναι δυνατόν από τα λεγόμενα του κ. Διώτη που πιάστηκε επανειλημμένα να μην έχει πει την αλήθεια και με τόσες ανασκευές στις καταθέσεις του να επιλέγεται η 4η εκδοχή του ως προς το πότε παρέλαβε εκ μέρους μου τα στοιχεία; Είναι πραγματικά εντυπωσιακό! Απάντηση: γιατί αυτό βόλευε το στόχο της δικής μου ενοχοποίησης. Και γιατί διαφορετικά θα κατέρρεε η ταύτισή μου με το κωδικό όνομα “Windows User” καθώς υπάρχουν ευρήματα με αυτό το όνομα και μετά τον Ιούνιο του 2011 που εγώ παρέδωσα το usb.
Να συνοψίσω: είναι προφανές ότι η όλη ανάγνωση της πραγματογνωμοσύνης στο πόρισμα γίνεται με ένα και μόνο σκεπτικό: μα αφού έχουμε μία ωραία θεωρία ότι την αλλοίωση την έκανε ο Παπακωνσταντίνου, γιατί να αφήσουμε πραγματικά γεγονότα που την καταρρίπτουν να μπουν στη μέση;
Υπάρχει όμως και ένα στοιχείο που βγάζει κυριολεκτικά μάτι και το οποίο η Επιτροπή αντιπαρήλθε με μεγάλη ευκολία. Σύμφωνα με την πραγματογνωμοσύνη, στον υπολογιστή του Ειδικού Γραμματέα του ΣΔΟΕ που εξετάστηκε βρέθηκαν ίχνη τριών φακέλων με τις επωνυμίες: «Greece», «Greece – αντίγραφο», «Greece – Final», που περιείχαν αρχεία της λίστας. Αλλά τι θα πεί «Greece – final» (τελικό); Όλοι ξέρουμε ότι αρχεία με την ονομασία final δημιουργούν οι χρήστες όταν επεξεργάζονται κάποια αρχεία και σώζουν με αυτόν τον τίτλο την τελική επιθυμητή μορφή και περιεχόμενο.
Ποιος και για ποιο λόγο ασχολήθηκε και τι είδους μεταβολές επέφερε στα αρχεία ώστε να κρατήσει το προϊόν της επεξεργασίας του σε αρχείο «Greece – final»; Ποιος έπαιζε και άλλαζε τις λίστες στον υπολογιστή του κ. Διώτη; Αν όχι ο κ. Διώτης (που επανειλημμένα διαβεβαίωσε την Επιτροπή για την έλλειψη ικανότητάς του για τον χειρισμό υπολογιστών), τότε ποιός άλλος; Ένα πράγμα είναι σίγουρο: δεν ήμουν εγώ.
Αυτό είναι ένα εξαιρετικά σοβαρό στοιχείο που παραπέμπει ευθέως σε αλλοίωση –αυταπόδεικτα όχι από εμένα. Και η Επιτροπή το αντιπαρέρχεται και αυτό. Όπως και το γεγονός ότι υπάρχει και 3ο usb με αρχεία της λίστας που μπήκε και βγήκε από τον υπολογιστή του κ. Διώτη μετά την ημερομηνία που αυτός ισχυρίζεται ότι παρέδωσε τα αρχεία στον κ. Βενιζέλο.
Και επειδή λοιπόν με όλα αυτά, ούτε τραβώντας τα από τα μαλλιά, δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί αδίκημα εκ μέρους μου, η Επιτροπή έψαξε για κίνητρο σε φοροδιαφυγή των συγγενών μου. Και ένας σημαντικός αριθμός υπαλλήλων του ΣΔΟΕ επί 6 σχεδόν μήνες τους έψαξε, όπως δεν έχει ψαχτεί ποτέ κανένας Έλληνας φορολογούμενος στο παρελθόν. Δεν ξέρω αν το έχετε συνειδητοποιήσει: από τα πάνω από 2000 ονόματα στη λίστα, με δεκάδες ή και εκατοντάδες εκατομμύρια καταθέσεις, οι μόνοι που έχουν ψαχτεί μέχρι σήμερα είναι οι συγγενείς μου – και μάλιστα όχι για τα χρήματα που είχαν έξω αλλά για το περιεχόμενο των Ελληνικών λογαριασμών τους. Και με την προσθήκη και 4ου συγγενή μου που δεν ήταν καν στη λίστα.
Όταν άλλαζα το νόμο το 2010 ώστε να μπορεί το ΣΔΟΕ να ανοίγει τραπεζικούς λογαριασμούς και όταν διαπιστώσει αμφισβητούμενη αύξηση περιουσίας να πρέπει ο φορολογούμενος να αποδείξει από που προήλθε, δεν μπορούσα να φανταστώ σε τι κατάχρηση εξουσίας από το ΣΔΟΕ κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει. Γιατί τι άλλο είναι ένας έλεγχος που πάει πίσω 17 (!) χρόνια, όπου αθροίζεται αυθαίρετα κάθε κατάθεση σε κάθε λογαριασμό (πχ το 1997!), ακόμα και 100 Ευρώ, και η διαφορά που προκύπτει από το εισόδημα που δηλώθηκε αποκαλείται «αποκρυβέν εισόδημα»; Και δίνεται στον φορολογούμενο μία προθεσμία μερικών ημερών μόνο για να ανατρέξει και να δικαιολογήσει τραπεζικές κινήσεις 17 ετών; Και όταν προσκομίζει στοιχεία, του λένε «α, δεν γίνεται τώρα, το κλείσαμε το πόρισμα!» Γιατί αυτό ακριβώς συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση – και το λέει και η έκθεση του ΣΔΟΕ αυτό.
Ο καθένας μας κρίνεται αυτοτελώς για τις πράξεις του. Ούτε οι συγγενείς μου μού ζήτησαν να αφαιρέσω τα ονόματά τους από τη λίστα, ούτε εγώ το έκανα. Εάν έχει υπάρξει φοροδιαφυγή προφανώς και πρέπει να γίνουν τα δέοντα. Αλλά όταν αυτό αποδειχτεί πράγματι – και αυτό θα το κρίνουν τα δικαστήρια. Όχι αυτοί που έσπευσαν να δημοσιοποιήσουν – με ένα σωρό ανακρίβειες – ένα προβληματικό πόρισμα του ΣΔΟΕ πριν καν ολοκληρωθεί με στόχο να επηρεαστεί η κοινή γνώμη Όχι απλώς και μόνο για να μπορέσουμε να μετατρέψουμε τις κατηγορίες εναντίον μου σε κακουργηματικές, με τους συγγενείς μου ως «παράπλευρη απώλεια».
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές
Στο θέμα της αλλοίωσης της λίστας υπάρχει ένα βασικό και εύλογο ερώτημα: αν όχι εγώ, ποιος; Ποιος άλλος μπορούσε να το έχει κάνει και είχε και κίνητρο να το κάνει;
Απάντηση: πολλοί, και σε πολλές διαφορετικές στιγμές της διαδρομής της λίστας αφότου έφυγε από τα χέρια μου. Στο ΣΔΟΕ. Ή έξω από αυτό. Με, ή χωρίς, πολιτική παρέμβαση.
Από την πραγματογνωμοσύνη και από τις καταθέσεις είναι απολύτως σαφές ότι τα ονόματα μπορούν να έχουν αφαιρεθεί σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο μέχρι τη στιγμή που τον Δεκέμβριο του 2012 γίνεται η σύγκριση με το νέο CD από τη Γαλλία. Τεχνική και επιχειρησιακή δυνατότητα είχαν πολλοί σε όλη αυτή την περίοδο.
Και εν πάσει περιπτώσει να ρωτήσω κάτι: υπάρχει πραγματικά κάποιος που να αμφιβάλει ότι υπάρχουν άνθρωποι ικανοί να στήσουν μία παρόμοια ιστορία – είτε στο ΣΔΟΕ, είτε έξω από αυτό;
Τι είναι για παράδειγμα αυτά τα ανοίγματα αρχείων της λίστας που διαπιστώνουν οι εμπειρογνωμοσύνες με κωδικό χρήστη του ΣΔΟΕ στις 2 Οκτωβρίου του 2012; Την ημέρα παράδοσης του USB από τον κ. Βενιζέλο, ενώ ο ΕΓ του ΣΔΟΕ, κ. Στασινόπουλος, τη μαρτυρία του οποίου δεν έχω κανένα λόγο να αμφισβητήσω, διαβεβαιώνει ότι δεν άνοιξε ο ίδιος τη λίστα;
Και είναι πραγματικά απορίας άξιον γιατί ζητήματα σαν κι αυτό δεν απασχόλησαν την Προανακριτική. Κανείς δεν αναρωτήθηκε: πώς και γιατί ξεκίνησαν από το πουθενά τα πρώτα δημοσιεύματα για τη «λίστα Λαγκάρντ» τον Σεπτέμβριο του 2012; Γιατί ξαφνικά ξεκίνησε μία συζήτηση περί αλλοίωσης και της ανάγκης να ξαναζητήσουμε τα στοιχεία από τη Γαλλία; Πώς μας ήλθε ξαφνικά να αναρωτιόμαστε πολύ νωρίς, αν η λίστα είναι αλλοιωμένη; Γιατί ακριβώς εκείνη τη στιγμή κάποιος φροντίζει να δοθεί στον δημοσιογράφο κ. Βαξεβάνη μία λίστα από την οποία λείπουν τα τρία επίμαχα ονόματα ώστε να δημοσιευτεί;
Μία λίστα που συνοδεύεται και από μία ανώνυμη επιστολή την οποία ο δημοσιογράφος κατέθεσε στην Προανακριτική. Και η οποία λέει μεταξύ άλλων: «Η επονομαζόμενη λίστα Λαγκάρντ περιήλθε στα χέρια μου από πολιτικά πρόσωπα…. Ήδη κυκλοφορούν διάφορες ‘πειραγμένες’ λίστες με ονόματα ανθρώπων, πολιτικών, επιχειρηματιών ή απλώς εύπορων ελλήνων, με σκοπό τη σπίλωσή τους, την πρόκληση εντυπώσεων, αλλά και την πολιτική αποσταθεροποίηση». Αυτά λέει η επιστολή που κατέθεσε ο κ. Βαξεβάνης.
Και το κίνητρο που είχαν άλλοι για την αφαίρεση των ονομάτων; Δεν μπορώ να το ξέρω με βεβαιότητα, και δεν συνηθίζω να εκτοξεύω κατηγορίες χωρίς να μπορώ να τις στοιχειοθετήσω – αυτό δηλαδή που έκαναν τόσοι πολλοί εναντίον μου όλους αυτούς τους μήνες. Αλλά και μόνο από τη λυσσαλέα – σε επίπεδο εμμονής – επίθεση εναντίον μου από ορισμένα μέσα είναι απολύτως προφανές ότι ενόχλησα πολλούς επιχειρηματικά και πολιτικά, και πολλοί θα ήθελαν την πολιτική μου εξόντωση. Όπως είμαι σίγουρος ότι ενόχλησα μηχανισμούς στο ΣΔΟΕ την ησυχία των οποίων τάραξα.
Και δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι η αλλοίωση ήρθε ως μάννα εξ ουρανού σε μία πολύ συγκεκριμένη στιγμή, όταν αλλού επικεντρωνόταν η κύρια κριτική για τον χειρισμό της λίστας. Δίνοντας έτσι μία εξαιρετική διέξοδο με τη συγκρότηση σε χρόνο μηδέν – ανοίγοντας τη Βουλή μέσα στα Χριστούγεννα! – μίας προανακριτικής για τη διερεύνηση αποκλειστικά και μόνο δικών μου ευθυνών. Κανενός άλλου.
Να ξεκαθαρίσουμε λοιπόν γιατί ακριβώς σας ζητούν να με παραπέμψετε στο Ειδικό Δικαστήριο: Μήπως επειδή δεν πρωτοκόλλησα ένα ηλεκτρονικό αρχείο με παράνομα στοιχεία από το εξωτερικό; Ή μήπως δήθεν δεν ζήτησα να ερευνηθεί η λίστα από το ΣΔΟΕ; Το οποίο ΣΔΟΕ σταμάτησε να ερευνά όταν έπαψα να είμαι υπουργός; Ή μήπως επειδή από το usb που ο κ. Βενιζέλος παρέδωσε στο Μέγαρο Μαξίμου – να το ξαναπώ: όχι από αυτό που παρέδωσα εγώ! – λείπουν τρία ονόματα συγγενών μου; Αυτή είναι η ουσία της υπόθεσης εναντίον μου;
Ε, όχι Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές. Δεν είναι στην πραγματικότητα αυτός ο λόγος που είμαι εδώ σήμερα. Δεν πληρώνω λάθος χειρισμούς για cd και στικάκια. Αρκετά με την υποκρισία. Στοχοποιούμαι γιατί υπήρξα ο Υπουργός Οικονομικών που έβαλε τη χώρα στο Μνημόνιο. Το Μνημόνιο το οποίο «πολλοί εμίσησαν» αλλά σήμερα το υπηρετούν. Πριν τρία χρόνια κάποιοι πήραμε την ευθύνη να μείνει η χώρα όρθια. Χωρίς να υπολογίσουμε το πολιτικό και προσωπικό κόστος. Και σήμερα, τρία χρόνια μετά, σήμερα που βρισκόμαστε 2 μνημόνια μετά και λαμβάνονται κι άλλα μέτρα, βολεύει πολύ κάποιος να πληρώσει για το πρώτο μνημόνιο.
Γιατί ορισμένοι νομίζουν ότι αν προσφέρουν στην κοινωνία το θέαμα μιας ανθρωποθυσίας, θα ανακουφιστεί η πίεση σε αυτούς, για όλα όσα οι πολίτες υφίστανται. Θα έχει βρεθεί ο αποδιοπομπαίος τράγος από την κυβέρνηση Παπανδρέου,, για να επικεντρωθεί εκεί το ανάθεμα για όλα τα δεινά του τόπου. Να μην ασχοληθούμε με τους “πριν”, να μην ασχοληθούμε με τους “μετά”.
Όπως κάνουν, συνειδητά και στοχευμένα, και πολλά μέσα ενημέρωσης, όπως το «Πρώτο Θέμα» του υπόδικου για φοροδιαφυγή και ξέπλυμα εκδότη, που έφτασε στο σημείο να δημοσιεύει το περιεχόμενο του πορίσματος της Προανακριτικής, με τίτλο «Ισόβια για τον Παπακωνσταντίνου» προτού καν αυτό ανακοινωθεί επίσημα.
Όμως αυτή η εναντίον μου λυσσαλέα προσπάθεια έχει κοντά ποδάρια. Ο κόσμος ξέρει ποιοι είναι λαμόγια και ποιοι δεν είναι. Και είναι σε όλους σας γνωστό ότι εγώ δεν έκανα περιουσία με την πολιτική. Σήμερα, έχω μόνο χρέη. Ούτε offshore είχα ή έχω, ούτε λογαριασμούς στην Ελβετία.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές
Αυτή είναι χωρίς αμφιβολία η τελευταία μου τοποθέτηση από αυτό εδώ το βήμα. Και πριν τη σημερινή συζήτηση, πολλοί μου είπαν «δεν έχει σημασία τι θα πεις στη Βουλή. Το έχουν αποφασίσει να σε παραπέμψουν. Άδικα τα λόγια σου».
Εγώ δεν θέλω να το πιστέψω αυτό. Δεν θέλω να πιστέψω ότι σε παρόμοια ζητήματα όπου κρίνεται το μέλλον και η ελευθερία ενός ανθρώπου, το μικροπολιτικό συμφέρον υπερισχύει της προσωπικής αντίληψης κάθε βουλευτή για τα πραγματικά γεγονότα και της αίσθησης του δικαίου.
Με πολλούς από εσάς, έχουμε βρεθεί απέναντι σε πολλά πράγματα τα τελευταία χρόνια. Συγκρουστήκαμε, διαφωνήσαμε, ανταλλάξαμε σκληρά λόγια. Δεν αμφιβάλλω ότι ο καθένας από την πλευρά του προσπαθούσε να κάνει το σωστό, όπως το αντιλαμβανόταν. Και ελπίζω να αντιλαμβάνονται περισσότεροι σήμερα ότι η τότε κυβέρνηση που υπηρέτησα δεν είχε σε όλα άδικο. Γιατί πολλοί από εσάς, βρεθήκατε και βρίσκεστε σήμερα στην ίδια δύσκολη θέση, στα ίδια ηθικά και υπαρξιακά διλήμματα που βρεθήκαμε εμείς τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ το προηγούμενο διάστημα.
Ναι, για όλα τα δεινά της χώρας, δεν φταίω εγώ. Δεν είναι μόνο ότι είναι άδικο να γίνεται προσπάθεια να ξεπλυθούν τα αμαρτήματα πολλών κυβερνήσεων, και των δύο κομμάτων, στην πλάτη μου. Είναι κάτι παραπάνω: είναι ανέντιμο.
Δεν επικαλούμαι τη διαδρομή την οποία έχουμε κάνει μαζί με πολλούς βουλευτές σε αυτή την αίθουσα με τους οποίους ήμασταν κάποτε στον ίδιο πολιτικό χώρο που τόσο άγαρμπα βιάστηκε να με αποκηρύξει. Όλα όσα έχουμε περάσει για να είναι η χώρα εδώ. Επικαλούμαι όμως το γεγονός ότι με ξέρετε. Και ότι αντιλαμβάνεστε πως εδώ έχουμε μία εξόφθαλμη προσπάθεια κατασκευής ενοχής χωρίς στοιχεία. Απλά και μόνο γιατί βολεύει κάποιους πολιτικά.
Απευθύνομαι και στους βουλευτές των κομμάτων της αριστεράς. Όλων των κομμάτων, όλων των αποχρώσεων. Και τους ρωτώ: από πότε η αριστερά συνυπογράφει σε μια πρωτοφανή προσπάθεια εύρεσης εξιλαστήριου θύματος για όλα τα δεινά της χώρας; Σε μία προφανώς στημένη ιστορία; Από πότε εγκατέλειψε το σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα; Από πότε σύρεται πίσω από εξόφθαλμες μικροκομματικές κυβερνητικές σκοπιμότητες;
Κυρίες και κύριοι βουλευτές. Το μόνο που ζητώ είναι να αποφασίσετε με βάση τα πραγματικά στοιχεία και την αίσθηση του δικαίου.
http://www.gpapak.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που περιέχουν υβριστικές λέξεις και εκφράσεις θα αποσύρονται. Παρακαλούμε να αφήνεται τις θέσεις και τις απόψεις σας, αλλά χωρίς χαρακτηρισμούς και υβρεις.