Είναι ιδιαίτερη τιμή για μένα να βρίσκομαι στη Science Po. Δεν υπάρχει καλύτερη ευκαιρία να μελετά κανείς Πολιτική Επιστήμη από τις περιόδους κρίσης.
Πριν από μερικές μέρες ήμουν στη Κορέα, όπου συναντήθηκα με επισήμους, με πολιτικούς και ακαδημαïκούς της περιοχής, για να συζητήσουμε το μέλλον της Ασίας και την άνοδο της Κίνας. Είναι προφανές πως βιώνουμε τον επαναπροσδιορισμό της παγκόσμιας ισχύος.
Και το γεγονός αυτό, μπορεί να πάρει τη μορφή μιας νέας κούρσας για την παγκόσμια υπεροχή.
Πέρα όμως από αυτόν τον αγώνα για ισχύ, αυτό που είναι πιο σημαντικό – πιο σημαντικό από το ποιος είναι ο πιο ισχυρός – θα είναι η πάλη για τις αξίες που θα αντιπροσωπεύει αυτή η νέα ισορροπία ισχύος.
Ποιες αξίες θα κυριαρχήσουν και θα χαρακτηρίσουν την παγκόσμια κοινότητα αύριο;
Μπορεί αυτή η νέα πάλη να μην αποτελέσει μία βίαιη «σύγκρουση πολιτισμών» αλλά θα γίνει μέσω των διάφορων ανταγωνιστικών μοντέλων διακυβέρνησης.
- Ζητήματα Δημοκρατίας
- Ζητήματα Πρόνοιας
- Ζητήματα που σχετίζονται με το περιβάλλον και την απεξάρτησης της οικονομίας από επιβαρυντικές για το περιβάλλον δραστηριότητες
- Ζητήματα ειρήνης και πολέμου
Αυτό είναι το μέγεθος του διακυβεύματος.
Παραδοσιακά η Ευρώπη ήταν μία «δύναμη καλού» υποστηρίζοντας τέτοιες ανθρωπιστικές αξίες. Οι Ασιάτες, ωστόσο, παρότι θετικά διακείμενοι στα κεκτημένα μας, όσο αφορά τη διατήρηση της Ειρήνης στην ήπειρό μας, δεν θα μας περιμένουν.
Η επιρροή μας στον κόσμο, στο ποιες αξίες θα κυριαρχήσουν στις μελλοντικές δομές διακυβέρνησης, εξαρτάται από την επιτυχία του δικού μας μοντέλου διακυβέρνησης.
Και σήμερα αυτό τίθεται σε αμφιβολία. Το ίδιο και στις ΗΠΑ, όπου συχνά, με έκπληξη, βρισκόμουν αντιμέτωπος με ερώτησεις, όπως: «Είναι η Δημοκρατία το σωστό πολίτευμα» ή «μπορεί να δουλέψει σωστά η Δημοκρατία;». Ίσως αυτές οι ερωτήσεις είναι σημεία των καιρών.
Ήμουν και στην Τουρκία πρόσφατα. Εκεί συναντήθηκα με την Συριακή αντιπολίτευση, πολλούς Άραβες πολιτικούς, την Αραβική Λίγκα, με ακτιβιστές της κίνησης για το Πάρκο Γκεζί που κινητοποίησαν μεγάλο αριθμό νέων ζητώντας περισσότερη και βαθύτερη Δημοκρατία. Όλοι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επιχειρούν να εκδημοκρατίσουν ή να εμβαθύνουν τις δημοκρατικές πρακτικές στις κοινωνίες τους.
Παρόλα αυτά αισθάνθηκα την απουσία της Ευρώπης. Και δεν εννοώ επίσημους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εννοώ την παρουσία της πλήρους ισχύος της Ευρώπης και των ιδεών που αντιπροσωπεύει. Την βοήθειά μας στους γείτονες στους ζωτικής σημασίας αγώνες τους ειρηνική μετάβαση. Μιά μετάβαση σε πιο ελεύθερες και ανοικτές κοινωνίες. Το τι τελικά θα συμβεί σε αυτές τις κοινωνίες θα έχει ιδιαίτερες συνέπειες και στις δικές μας ζωές.
Όσο εμείς αναλωνόμαστε με την κρίση στην Ευρώπη, η Ιστορία μας ξεπερνά.
Θα σημειώσω επίσης ότι, η Ευρωπαϊκή κρίση δεν είναι βέβαια απλά μιά «σπατάλη χρόνου» αλλά ο τρόπος διαχείρισης της κρίσης έχει υπονομεύσει τις βασικές αξίες που αντιπροσωπεύουμε. Και γι’ αυτό έχουμε αποδυναμώσει τις αξίες μας και σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά και στη συνείδηση των Ευρωπαίων πολιτών.
Από την προσωπική μου εμπειρία, η αντίδρασή μας, ως Ευρώπη, κατά τη διάρκεια της κρίσης, χαρακτηριζόταν περισσότερο από φόβο και άγνοια. Γίναμε εσωστρεφείς, αμυντικοί. Επιλέξαμε να βρούμε καταφύγιο στο δόγμα της «λιτότητας» αντί να σκεφτούμε κριτικά και με φαντασία να αναζητήσουμε τον ρεαλισμό πιο αποτελεσματικών εναλλακτικών λύσεων.
Εναποθέσαμε τη μοίρα μας σε αρχιερείς και μάγους – σήμερα τους αποκαλούμε τεχνοκράτες – αντί να πιστέψουμε στο δυναμικό των κοινωνιών μας. Αφήσαμε την πρωτοκαθεδρία στον πιο ισχυρό, τη Γερμανία στην περίπτωσή μας, αντί να εμπιστευτούμε συλλογικά τα έθνη και τους πολίτες μας. Και όταν το πρόβλημα έγινε πιο πολύπλοκο και ο πόνος εντονότερος, ψάξαμε για αποδιοπομπαίους τράγους αντί να αντιμετωπίσουμε τα αληθινά προβλήματα της Ένωσής μας.
Γι’ αυτό και επιχειρηματολογώ πως η κρίση στην Ευρωζώνη δεν είναι μόνο δημοσιονομική, οικονομική, ούτε καν μόνο θεσμική.
Είναι κρίση Πολιτικής. Είναι κρίση Δημοκρατίας. Πολλοί εδώ είστε Ευρωπαίοι πολίτες και όσοι δεν είστε αντιλαμβάνεστε πως η Ευρώπη είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των μερών της.
Τι σημαίνει για σας η Ευρώπη σήμερα; Ποιες αξίες αντιπροσωπεύει; Είναι ακόμα επίκαιρη;
Αν δυσκολεύεστε να καταλήξετε σε απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, να γνωρίζετε ότι δεν είστε οι μόνοι.
Ένας Ισπανός φοιτητής μου είπε το εξής:
«Οι γονείς μου ήταν 25 ετών όταν έπεσε η δικτατορία στην Ισπανία. Περίμεναν μία διαφορετική, δημοκρατική Ισπανία. Η Ευρώπη ήταν που εγγυήθηκε αυτή τη Δημοκρατία και έφερε ευημερία. Παρόλα αυτά, σήμερα νιώθουν αποδυναμωμένοι, δεν αισθάνονται πλέον να ελέγχουν τη μοίρα τους».
Στη σημερινή ΕΕ των 28 μελών, περίπου ο μισός πληθυσμός που ζει σήμερα σε περιβάλλον Δημοκρατίας, ζούσε σε δικτατορίες. Η ΕΕ ήταν βασικός πυλώνας της μετάβασης. Γι’ αυτό και επιμένω πως η ηγεσία της Ευρώπης μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιήσει την κρίση ως μια ευκαιρία αναζωογόνησης της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας.
Ας πάμε λίγο πίσω στην Ιστορία, στην Αρχαία Ελλάδα. Σίγουρα γνωρίζετε πως οι αρχαίοι Έλληνες εφηύραν τη λέξη και την έννοια της «Πολιτικής». Οι μελετητές λένε πως, ιστορικά, αυτό δεν ήταν απλά μια εφεύρεση αλλά μία πραγματική αποκάλυψη. Ήταν απελευθέρωση από το φόβο. Από το φόβο του εκάστοτε θρησκευτικού ηγέτη, των κάθε λογής μάγων, από την υποταγή σε μονάρχες και τυράννους.
Η πολιτική έγινε μια απελευθερωτική ιδέα. Μπορούσαμε πλέον να φανταστούμε πως πραγματικά είμαστε κυρίαρχοι της μοίρας μας. Απελευθερώσαμε την έμφυτη δυνατότητά μας να οραματιζόμαστε μια καλύτερη κοινωνία και μία καλύτερη ζωή. Και η Δημοκρατία ήταν μία καινοτομία που διασφάλιζε πως, ποτέ ξανά, κανείς δεν θα μπορούσε να συγκεντρώσει τόσο μεγάλη ισχύ και πλούτο.
Αυτό το πνεύμα πολιτικής είναι που πρέπει να ανακτήσουμε σήμερα στις Δημοκρατίες μας. Είναι αδήριτη η ανάγκη να ξεκαθαρίσουμε και να επαναπροσδιορίσουμε ορισμένες από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε.
Και ποιες είναι αυτές οι προκλήσεις; Θα αναφερθώ σε 5+1.
Πρώτη πρόκληση, είναι η παραδοσιακή μάχη ενάντια σε ολοκληρωτικά καθεστώτα. Η ανατροπή των δικτατόρων σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι μία μάχη για την Ελευθερία
Δεύτερη πρόκληση, η μετάβαση στη Δημοκρατία των χωρών που μόλις απέκτησαν την ελευθερία τους. Πως τις προστατεύουμε από νέες απολυταρχίες ή φονταμενταλισμούς ή ιδεολογίες που περιορίζουν αντί να ελευθερώνουν;
Τρίτη πρόκληση, αφορά τις δικές μας, ώριμες Δημοκρατίες. Πρόκειται για την επαναδιεκδίκηση της Δημοκρατίας εκεί που – ακόμα και σε ανεπτυγμένες οικονομίες – η πολιτική έχει αιχμαλωτιστεί και οι δημοκρατικοί θεσμοί υπονομεύονται. Η πρωτοφανής υπερσυγκέντρωση πλούτου και ισχύος επηρεάζει και διαφθείρει τις δημοκρατίες μας.
Τέταρτη πρόκληση, ο εκδημοκρατισμός της παγκοσμιοποίησης. Η παγκόσμια οικονομία επιτρέπει την κίνηση κεφαλαίων πέρα από εθνικά σύνορα και πέρα από νόρμες και κανόνες που αφορούν εμάς τους πολίτες.
Συνεπώς, η ρύθμιση των αγορών (φορολογικοί παράδεισοι, off shores κτλ), η λογοδοσία των διεθνώνθεσμών, είτε αυτοί είναι φορείς όπως το ΔΝΤ, είτε οι εταιρίες αξιολόγησης, είτε η ΕΚΤ ή η Παγκόσμια Τράπεζα, η αντιμετώπιση διασυνοριακών φαινομένων που καθίστανται όλο και πιο ανεξέλεγκτα από τον εθνικό έλεγχο, η διακίνηση ανθρώπων και ναρκωτικών, οι πρόσφυγες, η κλιματική αλλαγή, είναι αυτά στα οποία πρέπει να παρέμβουμε για να παγκοσμιοποιήσουμε τη Δημοκρατία.
Τέλος, μία πέμπτη πρόκληση, να ξανασκεφτούμε τη Δημοκρατία, να την επανεφεύρουμε.
Πως μπορούμε να έχουμε Δημοκρατία, πέρα από τα σύνορά μας, μ’ ένα τρόπο που θα επιτρέπει νομιμοποιημένες, αντιπροσωπευτικές αποφάσεις προς όφελος ενός ευρύτερου κοινού καλού;
Με τη Γαλλική Επανάσταση, η ελευθερία που επικράτησε και η Δημοκρατία που αναπτύχθηκε, βασίστηκαν σε μία αίσθηση εθνικής αλληλεγγύης. Σε μία κοινή ταυτότητα. Μπορούμε να έχουμε αυτή τη κοινή ταυτότητα σε πιο διαφοροποιημένες κοινωνίες; Πως μπορούμε να ενώσουμε με την αλληλεγγύη λαούς και πολίτες όταν έχουμε τόσες πολλές μειονότητες, πολυπολιτισμικές διαφορές, θρησκευτικές διαφορές;
Μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα «πατριωτισμό αξιών»;
Αυτό ακριβώς δεν είναι που προσπαθεί να κάνει η Ευρώπη από τη δημιουργία της; Αυτή δεν είναι η Ευρωπαϊκή πρόκληση;
Στον επαναπροσδιορισμό της Δημοκρατίας θα προσέθετα την ανάγκη αξιολόγησης της χρήσης και κατάχρησης της τεχνολογίας, που μπορεί να δώσει αλλά και να αφαιρέσει εξουσία. Από τη μία δηλαδή, υπάρχουν διάφορες υπηρεσίες, όπως η NSA και από την άλλη μπορούμε πλέον να ενσωματώσουμε τα social media στους δημοκρατικούς μας θεσμούς, για να επιτύχουμε μεγαλύτερη κινητοποίηση και διαβούλευση με τους πολίτες.
Τέλος, η + 1 πρόκληση. Η μάχη για κοινωνική Δικαιοσύνη στα έθνη μας ήταν η βασική συλλογική διαπραγμάτευση μεταξύ εργαζομένων, εργοδοτών και κράτους. Και αυτό εγγυόταν τη συνοχή, την ασφάλεια, τη συμμετοχή, βασικές υπηρεσίες παιδείας, πρόνοιας και υγείας. Σήμερα όμως, που οι επενδυτές και τα κεφάλαια – τα οποία δεν έχουν πατρίδα -, μπορούν να μετακινούνται εκτός εθνικών συνόρων, εντός λίγων λεπτών, με ποιους διαπραγματευόμαστε;
Πως προωθούμε παγκόσμια δικαιώματα;
Παραμένει γεγονός πως, μπορεί να μας έφερε όλους πιο κοντά η παγκοσμιοποίηση, με πολλούς τρόπους, αλλά τελικά έχει δημιουργήσει και συνεχίζει να δημιουργεί εντεινόμενες ανισότητες μέσα στις κοινωνίες αλλά και μεταξύ των κοινωνιών μας, ανισότητες που μας κάνουν να νιώθουμε αβοήθητοι.
Πρέπει να επανεξετάσουμε τους θεσμούς μας, να εγγυηθούμε τη Δημοκρατία, την ειρηνική επίλυση των συγκρούσεων και βέβαια, τη συμμετοχή για όλους. Αναδιανομή της εξουσίας με άλλα λόγια.
Ας δούμε, πως η κρίση στην Ευρώπη και ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε, υπονόμευσε τον πυρήνα των αξιών μας.
Ο οικονομολόγος Dani Rodrik το έθεσε σωστά. Σημείωσε πως υπάρχουν δύο αφηγήσεις:
Η πρώτη λέει «αυτοί φταίνε». Οι περιφερειακές χώρες της ΕΕ, δηλαδή. Εμείς, τα λεγόμενα «PIIGS» παραφερθήκαμε. Δανειστήκαμε πολύ, ιδιωτικά και δημόσια, είχαμε άκαμπτες εργασιακές σχέσεις και χαμηλή παραγωγικότητα.
Υπάρχει και μία δεύτερη αφήγηση, όμως, που λέει «είναι συλλογικό μας σφάλμα». Έχουμε μία ατελή νομισματική ένωση. Έλλειψη τραπεζικής ένωσης. Δεν έχουμε κοινές δημοσιονομικές και οικονομικές πολιτικές. Έχουμε ένα κοινό νόμισμα αλλά πολλαπλές αγορές ομολόγων με διαφορετικά επιτόκια, απουσία κοινής έννομης τάξης για την αντιμετώπιση του χρέους και των χρεοκοπιών.
Όλοι αυτοί ήταν επαρκείς λόγοι μετάδοσης του προβλήματος και ανησυχίας των αγορών σχετικά με το Ευρώ.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο συνδυασμός των δύο παραπάνω αφηγήσεων είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα. Και είναι σημαντική η αφήγηση γιατί ορίζει το πρόβλημα και προσδιορίζει τις πιθανές λύσεις.
Πάντα έλεγα, λοιπόν, πως η Ελλάδα έχει πρόβλημα αλλά η Ελλάδα δεν είναι το πρόβλημα. Αν ήταν η Ελλάδα το πρόβλημα, όπως έλεγε η αρχική αφήγηση και κατανόηση της κρίσης, ή αν η περιφέρεια της ΕΕ ήταν το πρόβλημα, τότε θα έπρεπε μόνες αυτές οι χώρες να φορτωθούν το βάρος της προσαρμογής. Και αυτό συνέβη. Η λιτότητα έγινε ταυτόχρονα και «συνταγή και τιμωρία για την κακή μας συμπεριφορά».
Υπάρχουν όμως δύο προβλήματα στην προσέγγιση αυτή:
Πρώτο, επιμονή στη λιτότητα δεν επέτρεψε να τεθούν τα πραγματικά προβλήματα των χωρών της περιφέρειας. Σίγουρα όχι της Ελλάδας. Γιατί τα χρέη και τα ελλείμματα ήταν μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Το σύμπτωμα και όχι το βαθύτερο αίτιο. Το πραγματικό πρόβλημα ήταν αυτό της χρηστής διακυβέρνησης. Άλλη μία αποτυχία των δημοκρατικών θεσμών θα το χαρακτήριζα.
- Έλλειψη ελέγχου
- Έλλειψη διαφάνειας από την φορολογία μέχρι τις δαπάνες Πρόνοιας
- Κακή κατανομή πόρων και όχι έλλειψη πόρων
- Άνιση διανομή χρημάτων παρά εκτενής καταναλωτισμός από όλους
- Πελατειακή λογική αντί της αξιοκρατίας
- Ομηρία της πολιτικής από ισχυρά και κατεστημένα συμφέροντα
- Απουσία κράτους δικαίου
Συνεπώς, η προτεραιότητα της αποκαλούμενης «τρόικα» και των πιστωτών μας θα έπρεπε να είναι οι μεταρρυθμίσεις αντί της λιτότητας. Με μεγάλη καθυστέρηση, το κατάλαβαν.
Δεύτερο, η λιτότητα δεν ήταν, ούτε είναι λύση για τα δομικά προβλήματα της Ευρωζώνης, αντίθετα, τα έχει επιδεινώσει.
Θα σας αναφέρω μερικά μόνο από τα συστημικά προβλήματα της Ευρωζώνης:
1) Έλλειψη επίβλεψης και ελέγχου από την Επιτροπή. Αν υπήρχε επίβλεψη δεν θα είχα επιβαρυνθεί με ένα έλλειμμα ύψους 15,6%
2) Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δημιουργήθηκε με την ιδέα πως μόνο ο πληθωρισμός έχει σημασία και πως μία Ευρωζώνη, προσανατολισμένη στη λογική των αγορών, θα είχε τη δυνατότητα να αυτό-διορθώνεται. Μία τέτοια πολιτική ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Μπορείτε να συγκρίνετε την ΕΚΤ με την αμερικανική FED, όπου η εργασία είναι επίσης βασική προτεραιότητα.
3) Έχουμε 2013. Πέντε χρόνια πέρασαν από την μεγάλη κρίση στη Wall Street. Παρόλα αυτά, εμείς στην Ευρώπη, δεν έχουμε ακόμα επιλύσει τα τραπεζικά μας προβλήματα. Δεν έχουμε ακόμα βάλει το χρηματοοικονομικό μας σύστημα σε τάξη. Επιπλέον, η τραπεζική μας ένωση, η οποία προωθήθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, φαίνεται σήμερα να βρίσκεται σε αδιέξοδο. Αυτό μεταφράστηκε σε μικρές επενδύσεις στην πραγματική οικονομία καθώς οι τράπεζες είναι απορροφημένες με τα εσωτερικά τους λογιστικά προβλήματα. Ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε η Κύπρος – μια σχετικά μικρή οικονομία – χτυπώντας τους καταθέτες έχει ενισχύσει επιπλέον τους φόβους στο χρηματοοικονομικό μας σύστημα.
4) Ακόμα ένα παράδειγμα: Δείτε τις αποκλίσεις μεταξύ Βορρά και Νότου. Έχουμε υψηλά πλεονάσματα στο Βορρά (μεγαλύτερα και από της Κίνας) και εκτεταμένα ελλείμματα στο Νότο. Αυτό το χάσμα υπήρχε πάντα στην Ευρωζώνη αλλά έχει πλέον χειροτερέψει. Η αναγωγή αυτού του ζητήματος σε ηθικολογίες παραβλέπει την προφανή λύση. Η σκληρή λιτότητα σε χώρες υπό προγράμματα προσαρμογής, δεν έχει ισοφαριστεί από μία θετική ανάπτυξη – επεκτατική δημοσιονομική πολιτική στον πυρήνα της Ευρώπης. Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε έλεγχο του εμπορικού πλεονάσματος της Γερμανίας και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Υπάρχει εδώ μια πραγματική ανησυχία. Εκτεταμένα πλεονάσματα και αδύναμη τοπική ζήτηση στη Γερμανία επιδεινώνουν τις ανισορροπίες στην Ευρωπαϊκή οικονομία. Η Επιτροπή ανησυχεί και για το γεγονός πως η άνθηση της γερμανικής οικονομίας οφείλεται στη φυγή κεφαλαίων και εξειδικευμένου, μορφωμένου ανθρώπινου δυναμικού, από χώρες που έχουν πληγεί από την κρίση, όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιταλία και η Ισπανία.
Φυσικά, τα οικονομικά επιτεύγματα της Γερμανίας είναι αξιοθαύμαστα. Σημαίνει όμως αυτό, πως όλοι μπορούμε να γίνουμε Γερμανία μέσα σε λίγα χρόνια;
Η Γερμανία πέρασε μία δύσκολη περίοδο προσαρμογής μετά την επανένωση. Της πήρε 2 δεκαετίες να προσαρμοστεί. Αντίστοιχα, πολλές χώρες της περιφέρειας χρειάζονται χρόνο για να προβούν σε βαθύτερες αλλαγές. Και αλλαγές σε περίοδο έντονης ύφεσης είναι ακόμα δυσκολότερες. Συχνά ο Γκέρχαρντ Σρέντερ που έλεγε πως δεν θα είχε καταφέρει να κάνει μεταρρυθμίσεις και λιτότητα ταυτόχρονα.
Και υπάρχει και ακόμα ένα ζήτημα. Όχι αν μπορούμε αλλά αν θέλουμε να γίνουμε όλοι σαν τη Γερμανία. Μέσα σε ένα κοινό πλαίσιο κανόνων και αρχών, δεν είναι σημαντικό να διατηρούμε τη διαφορετικότητά μας ώστε κάθε περιφέρεια, κάθε χώρα να αναπτύσσει τα δικά της συγκριτικά πλεονεκτήματα;
Αν καταλάβουμε πως οι οικονομίες μας θα προχωρήσουν με βάση την έρευνα, τη γνώση και την καινοτομία, τότε η διαφορετικότητα θα είναι ένα επιπλέον προσόν.
Αυτό με φέρνει σε δύο ακόμα παγκόσμια ζητήματα που αντιμετώπισα ως Πρωθυπουργός:
Το πρώτο, η ύφεση της Ευρώπης και η χαμένη ανταγωνιστικότητα σε σχέση με τις αναδυόμενες οικονομίες θα είναι το μοντέλο ανάπτυξής που θέλουμε να μιμηθούμε; Θα είναι μία κούρσα προς τον πάτο;
Το δεύτερο, αντιμετώπισα ευρύτερες χρηματοοικονομικές ανισορροπίες: Φορολογικοί παράδεισοι που ευνόησαν την φοροδιαφυγή, off shore εταιρίες, κερδοσκοπία στις παγκόσμιες αγορές και εταιρίες αξιολόγησης, πιο ισχυρές από τα κοινοβούλιά μας. Παίρναμε μέτρα και την επόμενη μέρα μας υποβάθμιζαν σαν να μην είχαμε κάνει τίποτα, είχαν μεγαλύτερο ρόλο στην οικονομία μας από τους δημοκρατικά εκλεγμένους ηγέτες της χώρας.
Αυτές ήταν προκλήσεις που η Ελλάδα δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει μόνη. Εδώ θα μπορούσε να είχε παίξει σημαντικό ρόλο η Ευρώπη. Αγνοώντας όμως αυτά τα ζητήματα διασφάλισε μόνο ότι θα γυρίσουν να μας στοιχειώσουν. Και αυτό έγινε. Με τη μετάδοση σε άλλες χώρες.
Θα αναφέρω τρεις μόνο από τις συνέπειες της λάθος αυτής αφήγησης:
Μία συνέπεια ήταν πως, το να επιμένουμε να μην ασχολούμαστε με τα βαθύτερα αίτια της κρίσης, δημιουργήσαμε μόνοι μας την εντύπωση πως δεν εμπιστευόμαστε, εμείς οι ίδιοι, το Ευρωπαϊκό project. Κι αν αυτό συνδεθεί με τις συνεχείς φήμες για έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό για την ελληνική οικονομία. Ο φόβος επιστροφής στη δραχμή οδήγησε τους πολίτες στην απόσυρση των χρημάτων τους από τις τράπεζες και την αποστολή των χρημάτων αυτών στο εξωτερικό, ακόμα και τη φύλαξή τους κάτω από μαξιλάρια. Οι τράπεζες σταμάτησαν να δανείζουν χρήματα, οι πολίτες περιόρισαν την κατανάλωση και οι επενδυτές περίμεναν να δουν τι θα συνέβαινε. Η οικονομία μας απλά πάγωσε, κάνοντας το πρόγραμμα προσαρμογής ακόμα πιο δύσκολο.
Μία δεύτερη συνέπεια, ήταν η ύφεση και η ανεργία. Η Ελλάδα είχε σημαντικότατα επιτεύγματα τόσο στην δημοσιονομική προσαρμογή όσο και στην ανταγωνιστικότητα και στα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών. Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών – δείκτης κλειδί για την ανταγωνιστικότητα της χώρας – θα είναι μικρότερο από 1% το 2013. Ήταν 15% το 2009. Επιπλέον θα έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα αυτό το έτος. Πρόκειται για μία από τις πιο γρήγορες δημοσιονομικές διορθώσεις που έχει επιτύχει ποτέ μια ανεπτυγμένη οικονομία. Στο τέλος του 2013 η Ελλάδα θα έχει ανακτήσει όλη την ανταγωνιστικότητα που έχασε από τότε που εισήγαγε το κοινό νόμισμα. Σε παρόμοια μονοπάτια είναι και η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, η οποία μάλιστα αναμένεται να βγει στις αγορές στο τέλος του έτους.
Αυτό σημαίνει πως τελείωσε η κρίση; Κάθε άλλο. Μπορεί η αιματηρή λιτότητα να επανέφερε μια δημοσιονομική υγεία αλλά είχε καταστροφική επίδραση στην υγεία της πραγματικής οικονομίας. Και σοβαρότατες συνέπειες στην κοινωνική πρόνοια.
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια η οικονομία της Ελλάδας συρρικνώθηκε κατά 27%. Η ανεργία έχει ξεπεράσει το 27%. Η ανεργία των νέων πλησιάζει το 60% στην Ελλάδα και φτάνει μη βιώσιμα επίπεδα και στις άλλες χώρες της κρίσης, 55% στην Ισπανία, 39% στην Ιταλία. Η ανεργία των νέων (και τα κοινωνικά προβλήματα που επιφέρει) κοστίζουν 150 δις Ευρώ το χρόνο ή 1,2% του ΑΕΠ σε επιδόματα πρόνοιας και χαμένη παραγωγικότητα.
Και αυτό είναι και ανεπαρκές και άδικο. Έχουμε μία μορφωμένη, καταρτισμένη αλλά άνεργη νέα γενιά, που, γοργά, χάνει την πίστη της στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και αξίες. Το κόστος μιας χαμένης γενιάς είναι πολύ υψηλότερο από το να βοηθήσουμε την ένταξη τους στην εργασία μέσω επαγγελματικής κατάρτισης, μαθητείας και δια βίου εκπαίδευσης. Γιατί να μην φτιάξουμε μία υποτροφία για τους άνεργους, ώστε να εκπαιδευτούν σε όποια χώρα επιθυμούν; Γιατί να μην επεκτείνουμε το πιο δημοφιλές πρόγραμμα της ΕΕ, το ERASMUS για τους άνεργους;
Υπάρχει, όμως, ένα μεγαλύτερο ερώτημα εδώ.
Ενώ μετατοπιζόμαστε σε πιο ανταγωνιστικές οικονομίες πρέπει να αποδεχτούμε μια χαμένη γενιά; Και τι τύπου εργασία θα παρέχουμε στην επόμενη γενιά; Πολλοί από σας συνεχίζετε τις σπουδές σας για να επιτύχετε τους εργασιακούς σας στόχους. Παγκόσμια, όμως, η ανώτατη εκπαίδευση δεν αποτελεί πλέον εργασιακή εγγύηση, όπως στο παρελθόν. Αυτό συμβαίνει, εν μέρει, λόγω και της τεχνολογικής ανάπτυξης, που αντικαθιστά την εργασία. Είναι όμως και λόγω του ανταγωνισμού από τις αναδυόμενες αγορές. Αφαιρούμε την εργασιακή ασφάλεια και βασικά οφέλη που κάποτε αποτελούσαν βασική συμφωνία στις κοινωνίες μας. Θα ανταγωνιστούμε τις αναδυόμενες αγορές στη δική τους βάση; Με ένα μοντέλο που και οι ίδιοι προσπαθούν να αλλάξουν; Η Κίνα, για παράδειγμα, με τις δικές της μεταρρυθμίσεις αναζητά την αλλαγή του δικού της μοντέλου ανάπτυξης, του συνταξιοδοτικού της, των δικαιωμάτων των καταναλωτών, των δικαιωμάτων των μεταναστών, ζητήματα διαφθοράς και υποβάθμισης του περιβάλλοντος.
Ο Αμερικανός συγγραφέας Bob Kuttner αποκαλεί τη σημερινή οικονομία «Task Rabbit Economy» από το σχετικό site πρόσληψης ελαστικού εργατικού δυναμικού, Γράφει συγκεκριμένα ο Kuttner: «Η μετατόπιση σε ανασφαλείς, απορρυθμισμένες μορφές εργασίας αντιπροσωπεύει την πιο βαθιά οικονομική αλλαγή των τεσσάρων περασμένων δεκαετιών. Το ερώτημα είναι αν αυτή η κατάπτωση αντανακλά μετατόπιση των θεμελιωδών μας αρχών ή αλλαγή της πολιτικής ισχύος;»
Η ερώτηση είναι ρητορική. Οι εργασιακές ρυθμίσεις, ή η απουσία τους, υπέρ μιας παγκόσμιας οικονομίας, τα περασμένα χρόνια, έχει επανασχεδιάσει το πολιτικό τοπίο, εγκαθιδρύοντας την πολιτική υπεροχή του κεφαλαίου επί της εργασίας. Συνεπώς, όταν ξέσπασε η κρίση, η πολιτική απάντηση ήταν μονόπλευρη: Ξηλώστε κάθε έννοια και αίσθηση ενός δικτύου ασφάλειας ως λύση και για την ανταγωνιστικότητα και για την ανεργία.
Υπάρχει όμως εναλλακτική πρόταση;
Υποστηρίζω πως, ναι, πρέπει να υπάρχει. Εδώ στη Science Po, τον περασμένο Ιούλιο, ένα συνέδριο με τίτλο «Μια καινοτόμος κοινωνία για τον 21ο αιώνα» εξέτασε αυτό ακριβώς το ζήτημα. Κάποιοι υποστήριξαν πως το μοντέλο ανάπτυξης όπως το γνωρίζουμε, έχει πεθάνει. Όχι μόνο ότι χρειαζόμαστε βιώσιμη, πράσινη ανάπτυξη, αλλά και ότι, λόγω της τεχνολογίας πρέπει να επανεξετάσουμε ολόκληρη την έννοια της ευημερίας και να αποσυνδέσουμε την εργασία από το εισόδημα, εγγυώμενοι το κοινωνικό δικαίωμα στην εργασία.
Συμμετείχα τότε και περιέγραψα την πρότασή μου, ως Πρωθυπουργός στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του 2009, λίγο πριν διαπραγματευτούμε τις θέσεις μας στη Διάσκεψη της Κοπεγχάγης για την Κλιματική Αλλαγή.
Πρότεινα πως η Ευρώπη πρέπει να γίνει κινητήρια δύναμη και παράδειγμα πράσινης ανάπτυξης. Αντλώντας ιδιωτικά κεφάλαια από πράσινα ευρωομόλογα και ρυθμίσεις, επενδύοντας στις απαραίτητες πράσινες πηγές ενέργειας και τις μεταφορές, για μία πραγματική πράσινη οικονομία, επίσης όμως, στο ανθρώπινο κεφάλαιο, την εκπαίδευση, την έρευνα και την καινοτομία.
Αυτό θα είχε μία τριπλή επίδραση:
Πρώτον, η Ευρώπη θα έπαιρνε το παγκόσμιο προβάδισμα στο πιο κρίσιμο πρόβλημα της ανθρωπότητας, την κλιματική αλλαγή.
Δεύτερον, η Ευρώπη θα γινόταν ανταγωνιστική, επενδύοντας στην ποιότητα παρά στην κούρσα προς τον πάτο.
Τρίτον, η Ευρώπη θα έλυνε το εργασιακό της πρόβλημα και θα προετοίμαζε μια γενιά για τις προκλήσεις του μέλλοντος.
Επιπλέον, αυτό θα τραβούσε προς την Ευρώπη, παγκόσμια κεφάλαια.
Ποια ήταν η απάντηση που έλαβα; Συντηρητική, φοβισμένη.
Ευρωομόλογα κάθε είδους σημαίνει ότι ανάγουμε το ρίσκο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Εγώ θα έλεγα ότι ανάγουμε τις δυνάμεις μας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.) Αυτό είναι κάτι που φοβούνται στην Ευρώπη. Η εμπειρία όμως της Ελλάδας, της Κύπρου, της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας και της Ισπανίας, αποδεικνύει πως καμία χώρα δεν είναι «άτρωτη» στη νομισματική μας ένωση. Ο σημερινός αδύναμος κρίκος μπορεί να είναι αυτός που αύριο θα κουβαλήσει άλλους στις πλάτες του. Ο Αίσωπος θα μας θύμιζε το μύθο του με το ποντίκι και το λιοντάρι.
Το 1999 ο Economist δημοσίευσε μια σημαντική ανάλυση για μία χώρα που τράβαγε προς τα κάτω την ευρωπαϊκή οικονομία, μία χώρα με “ένα βυζαντινό και ανεπαρκές φορολογικό σύστημα, ένα παραφουσκωμένο σύστημα πρόνοιας και εκτεταμένα εργατικά κόστη”. Ποια χώρα ήταν αυτή; Η Γερμανία.
Συνεπώς, το ξεκάθαρο μάθημα από την κρίση είναι πως η Ευρώπη δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς κάποιου βαθμού, κοινό ρίσκο. Παρά το γεγονός πως κάναμε βήματα προς αυτό, με τον EFSF και τον ESM, χρειαζόμαστε βαθύτερες και πιο προληπτικές λύσεις που να ελαχιστοποιούν τις οικονομικές τρικυμίες.
Το να μετατρέψουμε ένα εθνικό χρέος σε Ευρωομόλογα, όχι μόνο θα έβαζε τέλος στο Σισύφειο έργο της αποπληρωμής ενός τεράστιου χρέους, αλλά θα διευκόλυνε σημαντικά τις δομικές μεταρρυθμίσεις σε όλες τις χώρες. Θα καθιστούσε επίσης το Ευρώ πιο ανταγωνιστικό και πιο ασφαλές νόμισμα για επενδύσεις.
Υπάρχει και μία τέταρτη συνέπεια της κρίσης στην Ευρώπη, που είναι βαθιά πολιτική. Το γεγονός ότι, η κρίση γίνεται πολιτικό εμπόδιο για αλλαγή στην Ευρώπη. Από τη στιγμή που η κυρίαρχη αφήγηση για την κρίση στα μίντια και στην πολιτική ήταν “ότι φταίτε εσείς οι Νότιοι” ή αντίστοιχα ότι “εσείς οι Βόρειοι είστε πολύ αυστηροί”, η συζήτηση έχει πλέον φύγει από τη λογική διαβούλευση και έχει πάει στην συναισθηματική ηθικολογία και στην αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων. Τα στερεότυπα επικυριαρχούν της πολιτικής. Το να βρίσκεις ένοχους είναι εύκολη ρητορική για τους λαϊκιστές. Αυτό έκαναν και πολλά συντηρητικά κόμματα της Ευρώπης πάνω στην απελπισία τους να κερδίσουν ακροδεξιές ψήφους. Και ο αντίκτυπος φάνηκε και στις πολιτικές για τη μετανάστευση και τη ξενοφοβία. Η ελεγχόμενη μετανάστευση και η βούληση για ελεγχόμενη ενσωμάτωση των μεταναστών στην ΕΕ, είναι σημαντική για τη βελτίωση των συνταξιοδοτικών και ασφαλιστικών μας συστημάτων.
Και ενώ υπάρχει ένα αληθινό ζήτημα με τα όρια αντοχής των κοινωνιών μας να ενσωματώσουν μεγάλους αριθμούς νέων πληθυσμών, αυτή η ρητορική είναι ένα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι. Αντιπροσωπεύει μία έλλειψη οραματικής ηγεσίας στο εθνικό επίπεδο και την απουσία συντονισμένης στρατηγικής στο Ευρωπαϊκό επίπεδο. Υπονομεύει την Ευρωπαϊκή μας ταυτότητα, που εξ’ ορισμού, χαρακτηρίζεται από διαφοροποιήσεις. Και πάλι, είναι εύκολο να ψάξει κανείς αποδιοπομπαίους τράγους παρά για λύσεις σε σύνθετα προβλήματα.
Το πρόβλημα όμως της Ευρώπης δεν είναι οι Έλληνες ή οι Γερμανοί, οι Τούρκοι ή οι μουσουλμάνοι, οι βόρειοι ή οι νότιοι. Το πρόβλημα είναι η ρητορική μας, η αφήγηση μας. Πρέπει να βρούμε το θάρρος να το αλλάξουμε αυτό. Πρέπει στον εθνικό μας πατριωτισμό να προσθέσουμε τον πατριωτισμό των αξιών μας. Ο Haberman το αποκαλεί “συνταγματικό πατριωτισμό”. Διαφορετικά, η Ευρώπη δεν θα μπορεί να δώσει δύναμη στους πολίτες της. Και μία βασική μας αξία, είναι να κάνουμε το Ευρωπαϊκό μας όραμα έργο των πολιτών και όχι μιας ελίτ.
Αυτός είναι και ένας από τους κύριους λόγους που προκήρυξα δημοψήφισμα. Μεγαλύτερου ενδιαφέροντος ήταν οι αντιδράσεις. Ο Νικόλα Σαρκοζί ήταν εξαιρετικά οργισμένος με αυτή την απόφαση. Στις Κάννες επανέλαβα την άποψή μου πως το δημοψήφισμα ήταν απαραίτητο για την λαϊκή υποστήριξη του σκληρού ελληνικού προγράμματος προσαρμογής. Ο Σαρκοζί το έβλεπε διαφορετικά, “οι αγορές θα τρελαθούν”, είπε. Του απάντησα πως “η εμπιστοσύνη των αγορών δεν θα κρατήσει αν δεν κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των πολιτών μας”. Αυτό είναι και η καρδιά του προβλήματος στην Ευρώπη σήμερα. Όπως μου είπε και ο Πρωθυπουργός του Βελγίου, Elio Di Rupo, πριν λίγες μέρες στην Κωνσταντινούπολη, “δεν μπορούμε να έχουμε κοινή αγορά χωρίς να έχουμε κοινές ανθρώπινες αξίες”. Αν οι δημοκρατίες μας δεν μπορούν να το εγγυηθούν αυτό, τότε κάτι είναι λάθος στις δημοκρατίες μας. Και είναι λογικό να μας γυρνούν την πλάτη οι ψηφοφόροι.
Ποιο είναι λοιπόν το διακύβευμα των επερχόμενων Ευρωεκλογών του Μαϊου;
Οι δημοσκοπήσεις μας λένε πως το 70% των ψηφοφόρων θα απέχουν. Αυτό αφήνει ένα τεράστιο κενό και διόδους για αντιευρωπαϊκά και ακραία κόμματα. Ποιος θα κυβερνήσει την Ευρώπη σε αυτό το κρίσιμο σταυροδρόμι; Ποιος θα γράψει τη νέα Ευρωπαϊκή Συνθήκη; Θα είναι οι ευρωσκεπτικιστές; Οι ακραίοι; Πως σκιαγραφείται το μέλλον της Ευρώπης; Πως θα οριστεί η θέση της Ευρώπης στον κόσμο;
Και έρχομαι στο τελευταίο μου σημείο συζήτησης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση χτίστηκε πάνω σε μία ισχυρή δέσμευση Γαλλίας και Γερμανίας να ξεπεράσουν τα προβλήματα του παρελθόντος. Αυτή η συμμαχία εξασφάλισε στην Ευρώπη 60 χρόνια ειρηνικής συνεργασίας, οικονομικής και πολιτικής ενσωμάτωσης.
Η Γαλλία σήμερα και μπορεί και πρέπει να παίξει ζωτικό ρόλο. Είναι και βόρεια και νότια χώρα. Μπορεί να είναι ο παίκτης – κλειδί του επαναπροσδιορισμού της πολιτικής αφήγησης στην Ευρώπη. Δυστυχώς, νομίζω πως, η Γαλλία έχει πέσει θύμα μιας ψυχολογίας, που κι εγώ αντιμετώπισα ως Πρωθυπουργός. Κανείς δεν ήθελε να ταυτιστεί με την Ελλάδα ή την περιφέρεια, από φόβο μην “κολλήσει την ασθένεια”. Αλλά η Γαλλία πρέπει να γεφυρώσει το χάσμα στην ΕΕ. Να βοηθήσει να πειστεί η Γερμανία να αλλάξει την εδραιωμένη της θέση για τα αίτια και τις θεραπείες της κρίσης στην Ευρώπη. Αυτό σημαίνει να εγκαταλείψει η Γερμανία την ηθικολογική της στάση και να δεχτεί, για παράδειγμα, πως υψηλότερος πληθωρισμός και προγράμματα στρατηγικών επενδύσεων είναι απαραίτητα για την επανεκκίνηση της ευρύτερης Ευρωπαϊκής οικονομίας.
Παρά τις δυσκολίες, πιστεύω πως η Ευρώπη έχει τη δυνατότητα να εξελιχθεί, να ξεπεράσει τους περιορισμούς της, να εκπληρώσει το πεπρωμένο της. Πρέπει να εκδημοκρατήσουμε και να εξανθρωπίσουμε την παγκοσμιοποίηση. Αλλιώς θα δούμε την παγκοσμιοποίηση να αποκτηνώνει το Ευρωπαϊκό μας όραμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που περιέχουν υβριστικές λέξεις και εκφράσεις θα αποσύρονται. Παρακαλούμε να αφήνεται τις θέσεις και τις απόψεις σας, αλλά χωρίς χαρακτηρισμούς και υβρεις.